κηκίω

From LSJ
Revision as of 20:10, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηκίω Medium diacritics: κηκίω Low diacritics: κηκίω Capitals: ΚΗΚΙΩ
Transliteration A: kēkíō Transliteration B: kēkiō Transliteration C: kikio Beta Code: khki/w

English (LSJ)

Dor. κᾱκίω Hsch.:—gush, bubble forth, θάλασσα… κήκῐε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῖνάς τε much brine gushed up through his mouth, Od.5.455, cf.A.R.1.542; ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα S.Ph.784: c.acc.cogn., bubble with, send forth, κήκιε πόντος ἀϋτμήν A.R.4.929:—Med., ooze, αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων S.Ph.697. [ῐ Ep.: ῑ S.ll.cc.]

German (Pape)

[Seite 1430] hervorquellen, -sprudeln, reichlich ausströmen; θάλασσα κήκιε πολλὴ ἂν στόμα, viel Meerwasser strömte aus dem Munde, Od. 5, 455; στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ' ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα Soph. Phil. 784; pass., τὰν θερμοτάταν αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων, der aus der Wunde herausgetrieben wird, hervordringt, 690; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 542; θερμὴν ἔτι κήκιε πόντος ἀϋτμήν 4, 929; vom Rauch, Qualm, θυέων τ' ἄπο τηλόθι κήκιε λιγνύς 1, 1188. [Hom. u. Ep. haben ι kurz.]

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
Pass. seul. part. prés.
ruisseler, couler le long (du corps);
Moy. κηκίομαι se répandre hors de, gén..
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηκίω ep. -ῐ-; ptc. n. κηκῖον, Dor. med. acc. f. κηκιομέναν, ep. imperf. 3 sing. κήκιε, zweten, sijpelen, gutsen:. ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα bloed dat diep uit het lichaam komt sijpelen Soph. Ph. 784.

Russian (Dvoretsky)

κηκίω: (ῑ и ῐ) (только praes. и impf.: эп. 3 л. impf. sing. κήκῐε; part. praes. n κηκῖον) тж. med. струиться, извергаться, литься, вытекать: θάλασσα κήκῐε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῖνάς τε Hom. морская вода обильно лилась изо рта и ноздрей (Одиссея); ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα Soph. текущая из глубины (раны) кровь; αἱμὰς κηκιομένα ἑλκέων Soph. струя крови, текущая из язв.

Greek (Liddell-Scott)

κηκίω: (κηκίς), ἐκρέω, θάλασσα... κήκῐε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῖνάς τε, πολὺ θαλάσσιον ὕδωρ ἀνεφέρετο ἐκ τοῦ στομάχου αὐτοῦ καὶ ἐξέρρεεν ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ τῶν ῥωθώνων, Ὀδ. Ε. 455 (πρβλ. ἀνακηκίω)· ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα Σοφ. Φιλ. 784, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 542· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀναπέμπω, ἀϋτμὴν ὁ αὐτ. Δ. 929· οὕτως ἐν τῷ παθ., αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων Σοφ. Φιλ. 696. ῐ Ἐπικ., ἀλλὰ ῑ Ἀττ., πρβλ. Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρω.

English (Autenrieth)

(κίω): gush forth, Od. 5.455†.

Greek Monolingual

κηκίω, δωρ. τ. κακίω (Α)
1. αναβλύζω, εκρέω, τρέχω άφθονα (α. «θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῑνάς τε», Ομ. Οδ.
β. «ἐκ βυθοῦ κηκῑον αἷμα», Σοφ.)
2. αναπέμπω («θερμὴν ἔτι κήκιε πόντος ἀϋτμήν», Απολλ. Ρόδ.)
3. μέσ. κηκίομαι
(για αίμα) στάζω άφθονα, αναβλύζω («θερμοτάτην αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων» — το θερμότατο αίμα που ανάβλυζε από τις πληγές, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κηκίς].

Greek Monotonic

κηκίω: μόνο στον ενεστ. και Επικ. παρατ. κήκιον, (κηκίςεκρέω, εκχέω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. — Παθ., αἱμάδα κηκιομέναν ἑλκέων, σε Σοφ. ( Επικ.· Αττ.).

Middle Liddell

κηκίς
to gush or ooze, Od., Soph.:—Pass., αἱμάς κηκιομένα ἑλκέων Soph. [ι epic; ῑ attic

Mantoulidis Etymological

(=ἐκρέω, ἀναβλύζω). Ἀπό τό κηκίς (=ὑγρασία).