χρώζω

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

German (Pape)

[Seite 1383] = χροΐζω, u. χρώζομαι, 1) die Oberfläche eines Körpers berühren, bestreichen, übh. berühren, anrühren; τὰ γόνατα Eur. Phoen. 1619; μάτην κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρός Med. 497. – 2) der Oberfläche Farbe mittheilen, abfärben; ὑπὸ τοῦ ἡλίου κεχρωσμένοι Luc. Anach. 25; u. übh. = anstecken, Sp.

Russian (Dvoretsky)

χρώζω: и χρῴζω
1 прикасаться: γόνατά τινος χ. Eur. припадать к чьим-л. коленям; κεχρώσμεθα (pl. = sing.) πρὸς ἀνδρός Eur. этот человек обнимал мои колени;
2 окрашивать (χρωσθῆναι χρώματί τινι Plat.): (ὁ κεραυνὸς) ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ᾽ οὔ Arst. молния окрасила (т. е. опалила), но не обожгла; ὑπὸ ἡλίου κεχρωσμένοι Luc. опаленные солнцем, т. е. загорелые.

Greek (Liddell-Scott)

χρώζω: μεταγεν, χρώννῡμι, -ύω (ἃ ἴδε)· μέλλ. χρώσω· - ἀόρ. ἔχρωσα κλπ.· - πρκμ. κέχρωκα (ἐπι-) Πλούτ. 2. 395Ε. - Παθ., μέλλ. χρωσθήσομαι, Γαλην.· - ἀόρ. ἐχρώσθην Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε, κλπ.· κέχρωμαι Ἱππ. 1215Ε, ἴδε κατωτ. Ὡς τὸ χρωΐζω, ἐγγίζω, ψαύω τὴν ἐπιφάνειάν τινος σώματος καὶ καθόλου, ἐγγίζω, ψαύω, γόνατα μὴ χρώζειν ἐμὰ Εὐρ. Φοίν. 1625. ΙΙ. μεταδίδωμί τι διὰ ψαύσεως, τὸ καλὸν … χρῶμα χρώζομεν, Ἀλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 1. 9· - ἐντεῦθεν, 2) χρωματίζω, ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ’ οὔ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 10, κλπ. - Παθ., ὁ αὐτ. π. Χρωμάτ. 6. 6. Μετεωρ. 4. 4, 25, κ.ἀλλ.· ὑπὸ τοῦ ἡλίου Λουκ. Ἀνάχ. 35· κεστρεὺς χρωσθείς, κοκκινισθεὶς ἐν τῷ τηγανίῳ, τηγανισθείς, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 11. 3) κηλιδώνω, μιαίνω, αἵματι παλάμαν Ἀνθολ. Πλαν. 138· μεταφορ., μάτην κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρὸς Εὐρ. Μήδ. 497.

Greek Monolingual

ΜΑ, και χροΐζω και ποιητ. τ. χροιίζω Α χρόα / χροιά
1. αγγίζω, ψηλαφώ, χαϊδεύω
2. χρωματίζω, προσδίδω χρώμα σε μια επιφάνεια (α. «λευκὸν ἢ μέλαν ἢ κοινῶς κεχρωσμένον», Σέξτ. Εμπ.
β. «τὸ χρῶζον ἡμῶν τὰ σώματα φυσικῶς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. χρησιμοποιώ χρώμα για να επαλείψω μια επιφάνεια
2. μολύνω, μιαίνω.

Middle Liddell

[χράω1]
I. to touch the surface of a body, and generally, to touch, γόνατα μὴ χρώζειν ἐμά Eur.
II. to tinge, stain, χρωσθεὶς ὑπὸ τοῦ ἡλίου Luc.
2. to defile, Anth.: metaph. in Pass., κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρός Eur.

Mantoulidis Etymological

(=ἀγγίζω, χρωματίζω, μολύνω). Ἀπό τό οὐσ. χρώς, χρωτός, ὁ (=ἐπιδερμίδα, δέρμα) πού παράγεται ἀπό τό χραύω (=ξύνω) καί εἶναι συγγενικό μέ τό χροιά. Θέμα χρωτ + jω = χρώζω καί χρώσ+νυ+μι = χρώννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χρῶμα, χρωματίζω (=βάφω), χρωματικός, χρῶσις, ἀπόχρωσις, χρωστήρ, χρωτίζω, χρωματισμός, ἀχρωμάτιστος.