περιπνέω

From LSJ
Revision as of 14:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπνέω Medium diacritics: περιπνέω Low diacritics: περιπνέω Capitals: ΠΕΡΙΠΝΕΩ
Transliteration A: peripnéō Transliteration B: peripneō Transliteration C: peripneo Beta Code: peripne/w

English (LSJ)

A breathe round, c. acc., Μακάρων νᾶσον αὖραι περιπνέοισι Pi.O.2.72, cf. Luc.VH2.5: abs., D.S.3.19:—Pass., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Arist.Mu.397a34; οἴκησις περιπνεομένα (Dor.) MyiaEp.4. II exhale a scent of, οἰκία περιπνεῖ Ἐρμοῦ καὶ Μουσῶν Eun.VSp.483 B.

German (Pape)

[Seite 588] (s. πνέω), umwehen, umblasen, anhauchen, c. accus., Pind., νᾶσος αὖραι περιπνέοισιν, Ol. 2, 72; intrans. herumwehen, -blasen, ringsum duften, Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
souffler autour de.
Étymologie: περί, πνέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πνέω blazen rondom.

Russian (Dvoretsky)

περιπνέω: дуть вокруг, обвевать (νάσους Μακάρων Pind.; ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Arst.).

English (Slater)

περῐπνέω blow round μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (O. 2.72)

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. περιπνείω Α
1. πνέω, φυσώ γύρω από κάτι, ολόγυρα («Μακάρων νᾱσον αὖραι περιπνέοισι», Πίνδ.)
2. αναδίδω οσμή από όλες τις πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πνέω «φυσώ»].

Greek Monotonic

περιπνέω: μέλ. -πνεύσομαι, πνέω γύρω ή πάνω από ένα μέρος, με αιτ., σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, πνέω περί τι, μετ’ αἰτ., αὖραι νάσους Μακάρων περιπνέοισι Πινδ. Ο. 2. 130, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 5· ἀπολ., Διόδ. 3. 19. ― Παθητ., ἡ γῆ περιπνεομένη αὔραις Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 12· οἴκησις περιπνευμένα (Δωρ.) Gale Opusc. 751.

Middle Liddell

fut. -πνεύσομαι
to breathe round or over a place, c. acc., Pind.