σωματοειδής

From LSJ
Revision as of 15:56, 24 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοειδής Medium diacritics: σωματοειδής Low diacritics: σωματοειδής Capitals: ΣΩΜΑΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sōmatoeidḗs Transliteration B: sōmatoeidēs Transliteration C: somatoeidis Beta Code: swmatoeidh/s

English (LSJ)

σωματοειδές,
A bodily, corporeal, Pl.Phd.83d, 86a; τὸ σ. corporeal nature, ib.81b, 81c.
2 incarnate, of a god, Ephor.31 (b) J., Rev.Phil.1930.250 (Egypt, Tab. Defix.).
3 substantial, solid, Thphr. HP5.9.3,Ign.48,al.
II metaph., organic, systematic, ἀπαγγελίαι Arist.Rh.Al.1442b31; ἱστορία Plb.1.3.4. Adv. σωματοειδῶς Arist.Rh.Al. 1436a29.

German (Pape)

[Seite 1060] ές, 1) einem Körper ähnlich, von der Art eines Körpers; Plat. Polit. 273 b; καὶ ὁρατὸς τόπος, Rep. VII, 532 c; ποιεῖ σωματοειδῆ τὴν ψυχήν, Phaed. 83 d, dicht, fest. – 2) ein Ganzes, ein System bildend; ἀπαγγελία, Arist. rhet. Alex. 37; ἱστορία, vollständige, zusammenhangende Erzählung, Pol. 1, 3, 4; vgl. Longin. 24, 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a la forme ou la consistance d'un corps, corporel, matériel ; τὸ σωματοειδές PLAT nature corporelle.
Étymologie: σῶμα, εἶδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωμᾰτοειδής -ές [σῶμα, εἶδος] gelijkend op een lichaam, lichamelijk. Plat. Phaed. 83d.

Russian (Dvoretsky)

σωμᾰτοειδής:
1 телообразный, телесный, вещественный, материальный (σ. καὶ ὁρατός Plat.);
2 органический, тж. целостный, систематический (ἀπαγγελία Arst.; ἱστορία Polyb.).

Spanish

que tiene aspecto corpóreo

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
1. αυτός που έχει σωματική υπόσταση, υλικός («ἑκάστη ἡδονὴ καὶ λύπη προσηλοῑ... τὴν ψυχὴν... καὶ ποιεῖ σωματοειδῆ», Πλάτ.)
2. αυτός που έχει ή που προσλαμβάνει σωματική μορφή («σωματοειδὲς τὸ θεῖον ὑπολαμβάνουσιν», Αθανάσ.)
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που πήρε ανθρώπινη μορφή, που ενσαρκώθηκε
2. στερεός, αδρός
3. οργανικά συντεθειμένος, οργανικά διαρθρωμένος (α. «ἱστορίαν οἰονεὶ σωματοειδῆ», Πολ.
β. «τὴν ἀπαγγελίαν ἢ δήλωσιν ἐν προοιμίῳ σωματοειδῆ τάττειν», Αριστοτ.).
επίρρ...
σωματοειδῶς ΜΑ
μσν.
με σωματική υπόσταση, σαν να είχε υλικό σώμα («σωματοειδῶς ὤφθη», Ιωανν. Χρυσ.)
αρχ.
συστηματικά οργανωμένα, με διάρθρωση ζωντανού οργανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ειδής].

Greek Monotonic

σωμᾰτοειδής: -ές (εἶδος), σωματικός ως προς τη φύση του, υλικός, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοειδής: -ές, ὁ σωματικὸς τὴν φύσιν, ὑλικός, Πλάτ. Φαίδων 83D, 86Α· τὸ σωματοειδές, σωματική, ὑλικὴ φύσις, αὐτόθι 81Β, C, πρβλ. σωματώδης. ΙΙ. μεταφορ., ὀργανικός, συστηματικός, ἐπαγγελία Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 14· ἱστορία Πολύβ. 1. 3, 4. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 29 5.

Middle Liddell

σωμᾰτο-ειδής, ές εἶδος
of the nature of a body, bodily, material, Plat.

English (Woodhouse)

carnal, philosophically, consisting of matter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ές que tiene aspecto corpóreo de la divinidad suprema σὲ ἐπικαλοῦμαι, τὸν μέγαν σωματοειδῆ ἀσώματον a ti te invoco, el grande e incorpóreo con aspecto corpóreo SM 57 36