διάτασις

From LSJ
Revision as of 09:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτᾰσις Medium diacritics: διάτασις Low diacritics: διάτασις Capitals: ΔΙΑΤΑΣΙΣ
Transliteration A: diátasis Transliteration B: diatasis Transliteration C: diatasis Beta Code: dia/tasis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A tension, dilatation, ἔχειν διάτασιν to have the power of dilatation, Arist.PA664a33 (v.l.); κεφαλῆς διατάσεις καὶ ἰλίγγους Pl. R.407c (prob.).
2 extension, of a fractured or dislocated limb, Hp.Off.15, cf. Heliod. ap. Orib.49.8.33; σπαρτῶν Alciphr.2.4.
3 stretching across: hence Medic., διάτασις φρενῶν diaphragm, Hp.VM22; διάτασις alone, Id.Coac.394; also of vaginal obstruction, Paul.Aeg.6.72.
II tension, exertion, πνεύματος Thphr.Sud.32; of athletes and the like, Arist.Pr.885b23, IA705a18; διατάσεις καὶ κλαυθμοί, of infants, Id.Pol.1336a34: metaph., ἡ εὔνοια… οὐκ ἔχει δ. Id.EN1166b33; ἐν δ. γενομένης τῆς ψυχῆς Plu.Cor.21; ἡ πρὸς τὸν ἥλιον διάτασις, of plants, Iamb. Protr.21.λή.
2 contention, quarrel, εἰς μεγάλην ἐλθεῖν διάτασιν πρός τινα D.S.38/9.2 (s.v.l.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. -ιος Hp.Morb.1.31]
I acción de extender, extensión en cirug., de un miembro fracturado o dislocado, Hp.Off.15, 16, Art.24, τῶν μερῶν del cuerpo de los atletas y otros, Arist.Pr.885b23, cf. Thphr.Sud.32.
II 1dilatación τῶν φλεβῶν Hp.l.c., cf. Plu.2.624f, κεφαλῆς διατάσεις καὶ ἰλίγγους jaquecas y vértigos Pl.R.407c, διατάσεις καὶ κλαυθμοί gritos y llantos de los niños, Arist.Pol.1336a34, del esófago al pasar el alimento, Arist.PA 664a33, de las ‘moléculas' de los cuerpos, S.E.M.10.44.
2 concr. lo que se extiende a través de ahí en medic. diafragma Hp.Coac.394, δ. φρενῶν Hp.VM 22
obstrucción vaginal Paul.Aeg.6.72.
III 1tensión διατάσιές τε περὶ ὑποχόνδρια Hp.Coac.471, πρὸς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς καρπούς al correr, Arist.IA 705a18, en el útero Arist.HA 636a32, en el bazo, Archig. en Gal.8.110, αἱ γὰρ ἀνώμαλοι προσβολαὶ καὶ διατάσεις τοῦ πνεύματος ... σπάσματα ποιοῦσιν Plu.2.130d, ἡ τῶν σπαρτῶν δ. Alciphr.4.19.15. ἡ πρὸς τὸν ἥλιον διάτασις = tensión en dirección al sol de algunas plantas, Iambl.Protr.21, τῶν νεύρων Sch.Er.Il.13.705a, 22.324-5c
fig. esfuerzo, empeño ἡ δ' εὔνοια ... οὐκ ἔχει διάτασιν οὐδ' ὄρεξιν, τῇ φιλήσει δὲ ταῦτ' ἀκολουθεῖ la benevolencia no tiene intensidad ni deseo, y en cambio éstas cosas acompañan al afecto Arist.EN 1166b33, αἱ διατάσεις τοῦ ἄφρονός εἰσιν ἐνύπνια Ph.1.133, ἐν ... διατάσει ... γενομένης τῆς ψυχῆς Plu.Cor.21
mús. tensión ἡ τοῦ βαρέος τε καὶ ὀξέος διάτασις ref. al sonido, Aristox.Harm.19.2, 20.10.
2 poder, soberanía κατὰ τὴν εἰς αἰθέρα διάτασιν de Zeus, Chrysipp.Stoic.2.305.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
tension (des muscles), effort ; effort en gén.
Étymologie: διατείνω.

German (Pape)

ἡ, Anspannung; τῶν σπαρτῶν Alciphr. 2.7; Anstrengung, κεφαλῆς Plat. Rep. III.407c; παίδων, neben κλαυθμοί, wie es scheint, vom Anstrengen der Stimme, Arist. Polit. 7.17; vgl. Plut. sanit. tuend. p. 392; τοῦ πνεύματος δ., leidenschaftliche Aufregung, Coriol. 21.

Russian (Dvoretsky)

διάτᾰσις: εως ἡ
1 растяжение, расширение (ὁ οἰσοφάγος ἔχει διάτασιν εἰσιούσης τῆς τροφῆς Arst.);
2 напряжение, усилие (τῶν μερῶν Arst.; τῆς κεφαλῆς Plat.; κόποι καὶ διατάξεις Plut.);
3 возбужденное состояние (αἱ διατάσεις τῶν παίδων καὶ κλαυθμοί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διάτασις: -εως, ἡ, ἔκτασις, τέντωμα, διαστολή, φρενῶν, πνεύμονος κτλ., Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, κτλ.· τοῦ οἰσοφάγου Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 3. 4· κεφαλῆς διατάσεις καὶ ἰλίγγους Πλάτ. Πολ. 407C. ΙΙ. τάσις, ἔντασις, προσπάθεια, ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 6, Θεόφρ. Ἀποσπ. 9. 32· ἐπὶ ἀθλητῶν καὶ τῶν ὁμοίων, Ἀριστ. Προβλ. 6. 2, Ζ. Π. 3, 4· ὑπὸ τῆς δ. ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 10. 4, 1· μετὰ δ. Πολύβ. 10. 27, 8. ΙΙ. μεταφ., ἔντασις, δύναμις, ἡ εὔνοια… οὐκ ἔχει δ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 5, 1.

Greek Monotonic

διάτᾰσις: -εως, ἡ (διατείνω), έκταση, τέντωμα, διάταση, σε Πλάτ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάτασις -εως, ἡ [διατείνω] spanning:; κεφαλῆς διάτασις migraine Plat. Resp. 407c; uitbr. inspanning, intensiteit:. διατάσεις τῶν παίδων luid gekrijs van kinderen Aristot. Pol. 1336a34; ἡ δὲ εὔνοια... οὐκ ἔχει διάτασιν οὐδ’ ὄρεξιν welgezindheid impliceert geen intensiteit of verlangen Aristot. EN 1166b33; ἐν... διατάσει... γενομένης τῆς ψυχῆς omdat de geest in een staat van opwinding verkeert Plut. Cor. 21.2. geneesk. extensie, strekking (van gebroken ledematen);. δ. φρενῶν middenrif Hp. VM 22.