ἀκηδής
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
ἀκηδές,
I Pass., uncared for: esp. unburied, ὄφρα μὲν Ἕκτωρ κεῖται ἀ. Il.24.554; ἢ αὔτως κεῖται ἀκηδής Od.20.130; σώμοτ' ἀκηδέα κεῖται Od.24.187, cf. 6.26, 19.18. Adv. ἀκηδῶς = without burial Suid.
II Act., without care or without sorrow, Il.24.526, Hes.Th.489, AP11.42 (Crin.).
2 careless, heedless, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσιν Od.17.319, cf. Il.21.123: c.gen., taking no thought for, φίλων S.Fr. 208.10; παίδων Pl.Lg.913c.
III (κήδω) harm harmless, Opp.H. 1.611, 2.648, cf. Epic. ap. Suid.
Spanish (DGE)
-ές
I 1descuidado εἵματα Od.6.26, ἔντεα Od.19.18, ἦ αὔτως κεῖται ἀκηδής; ¿o acaso queda ahí sin atender?, Od.20.130
•de un cadáver del que nadie se cuida, insepulto Ἕκτωρ κεῖται ... ἀ. Il.24.554, σώματ' ἀκηδέα κεῖται Od.24.187, cf. Ael.VH 12.64
•sin honrar con exequias οἵ σ' ὠτειλὴν αἷμ' ἀπολιχμήσονται ἀκηδέες Il.21.123
•despreciado ἀκηδέα κύμβαλα ῥίψας Nonn.D.21.192.
2 que no se cuida, que no se preocupa οἱ θεοί Il.24.526, de Zeus υἱὸς ἀνίκητος καὶ ἀ. Hes.Th.489
•sin miedo Call.Dian.62, ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες con un ánimo sin penas, despreocupado Hes.Th.61, Op.112, cf. AP 11.42 (Crin.)
•negligente, dejado, descuidado γυναῖκες Od.17.319
•c. gen. ὃς δ' ἂν παίδων τε ἀκηδὴς γένηται el que se despreocupe de los hijos Pl.Lg.913c, φίλων S.Fr.208.10, τιμῆς A.R.3.597.
3 seguro σὺ δ' ἀκηδέα μήδεο νόστον A.R.4.822
•firme, inexpugnable, inviolable ἄστυ Πριάμοιο Q.S.10.357, οἰκία h.Ap.78
•inocuo δελφῖνες Opp.H.1.611, cf. 2.648, ἀ. τινί Babr.Dact.8.
II adv. ἀκηδῶς = sin sepultura Sud.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. 1 exempt de souci;
2 négligent;
II. négligé, abandonné, particul. abandonné sans sépulture.
Étymologie: ἀ, κῆδος.
German (Pape)
ές (κῆδος),
1 sorglos, nachlässig, Od. 17.319; παίδων, sich um die Kinder nicht kümmernd, Plat. Legg. XI.913c; Plut. Arist. et Cat. 3; sorgenfrei, θεοί Il. 24.526; Hes. ἀκηδέα θυμὸν ἔχειν, einen sorgenlosen Sinn haben, Th. 61, O. 112; sicher, ungestört, Il. 21.123; καὶ ἀνίκητος Hes. Th. 489; so sp.D. öfter, z.B. Ap.Rh. 1.556; Qu.Sm. 10.357.
2 pass., vernachlässigt, εἵματα ἀκηδέα κεῖται Od. 6.26; 19.18; 20.130; unbestattet, σώματα Od. 24.187, Il. 24.554; vgl. Ael. V.H. 12.64.
• Adv. ἀκηδῶς Vetera Lexica.
Russian (Dvoretsky)
ἀκηδής:
1 беспечный, беззаботный, свободный от забот (θεοί Hom.; θυμός Hes.; ἀ. τινος Hom., Plut.);
2 брошенный без попечения, оставленный без внимания (ξεῖνος, ἔντεα πατρός Hom.);
3 оставленный без погребения (σώματα, Ἓκτωρ Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηδής: -ές, Ι. παθ., περὶ οὗ δὲν φροντίζει τις, ἀκήδευτος, ἄταφος, ὄφρα μὲν Ἕκτωρ κεῖται ἀκ., Ἰλ. Ω. 554· ἢ αὔτως κεῖται ἀκ., Ὀδ. Υ. 130· σώματ’ ἀκηδέα κεῖται, Ὀδ. Ω. 187· πρβλ. Ζ. 26., Τ. 18. ΙΙ. ἐνεργ., ἄνευ φροντίδων ἢ θλίψεων, Λατ. securus, αἷμ’ ἀπολιχμήσονται ἀκηδέες, Ἰλ. Φ. 123· πρβλ. Ω. 526, Ἡσ. Θ. 489, Ἀνθ. Π. 11.42. 2) ἄφροντις, ἀμελής τινος, ἀδιάφορος, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέως οὐ κομέουσιν, Ὀδ. Ρ. 319· μὴ φροντίζων περί τινος, παίδων, Πλάτ. Νόμ. 913C.
English (Autenrieth)
ές (κῆδος): uncaring, unfeeling, Il. 21.123, Od. 17.319; free from care, Il. 24.526; pass neglected, esp. ‘unburied.’
Greek Monolingual
ἀκηδής, -ές (Α)
1. άταφος
2. αφρόντιστος, παραμελημένος
3. αυτός που δεν φροντίζει, δεν δείχνει ενδιαφέρον για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κηδὴς < κῆδος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκήδεια, ἀκηδία, ἀκηδῶ].
Greek Monotonic
ἀκηδής: -ές (κῆδος)·
I. Παθ. αφρόντιστος, άταφος, σε Όμηρ.
II. Ενεργ., άνευ φροντίδων ή θλίψεων, αδιάφορος, αμελής, στον ίδ.
Middle Liddell
κῆδος
I. pass. uncared for, unburied, Hom.
II. act. without care or sorrow, careless, heedless, Hom.