πολύχαλκος

From LSJ
Revision as of 09:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́́χαλκος Medium diacritics: πολύχαλκος Low diacritics: πολύχαλκος Capitals: ΠΟΛΥΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: polýchalkos Transliteration B: polychalkos Transliteration C: polychalkos Beta Code: polu/xalkos

English (LSJ)

πολύχαλκον,
A abounding in copper or abounding in bronze, πολύχρυσος πολύχαλκος, of Troy, Il.18.289; of Sidon, Od.15.425; of Dolon, Il.10.315.
II wrought of bronze, brazen, οὐρανός 5.504, Od.3.2; ἄξονες Parm.1.18.

German (Pape)

[Seite 676] reich an Erz od. Kupfer; neben πολύχρυσος, von Troja, Il. 18, 289; Σιδών, Od. 15, 425; Δόλων, Il. 10, 315; aber auch οὐρανός, 5, 504 Od. 3, 2, vielleicht weil nach dem ältesten Volksglauben der Himmel ein aus Erz getriebenes Gewölbe war.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fait ou recouvert de beaucoup de cuivre;
2 abondant en airain ou en cuivre.
Étymologie: πολύς, χαλκός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχαλκος -ον [πολύς, χαλκός] met veel brons, bronzen:. οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον naar de bronzen hemel Od. 3.2; ἐκ μὲν Σιδῶνος πολυχάλκου uit Sidon, rijk aan brons Od. 15.425.

Russian (Dvoretsky)

πολύχαλκος:
1 богатый медью (Πριάμοιο πόλις Hom.);
2 медный или блещущий медью (οὐρανός Hom.).

English (Autenrieth)

rich in bronze; οὐρανος, all-brazen, fig. epithet, Il. 5.504, Od. 3.2.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τόπο) αυτός που έχει πολύ χαλκό ή ορείχαλκο, ο πλούσιος σε χαλκό
2. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος («ἄξονες πολύχαλκοι», Παρμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χαλκός (πρβλ. αριστόχαλκος)].

Greek Monotonic

πολύχαλκος: -ον,·
I. άφθονος σε χαλκό ή ορείχαλκο, σε Όμηρ.
II. κατασκευασμένος από χαλκό, ολόχαλκος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχαλκος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν χαλκὸν ἢ ὀρείχαλκον, πρὶν μὲν γὰρ Πριάμοιο πόλιν μέροπες ἄνθρωποι πάντες μυθέσκοντο πολύχρυσον πολύχαλκον Ἰλ. Σ. 289· ἐπὶ τῆς Σιδῶνος, ἐκ μὲν Σιδῶνος πολυχάλκου εὔχομαι εἶναι Ὀδ. Ο. 425· ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 315. ΙΙ. κατεσκευασμένος ἐκ χαλκοῦ, ὅλος χαλκοῦς, στερεός, λίαν ἰσχυρός, οὐρανὸς (ἴδε ἐν λ.). Ἰλ. Ε. 504. Ὀδ. Γ. 2, πρβλ. Παρμεν. 18 Karst.· καλούμενος καὶ σιδήρεος (ἴδε ἐν λ.).

Middle Liddell

πολύ-χαλκος, ον,
I. abounding in copper or brass Hom.
II. wrought of brass, all-brasen, Hom.