ἑνωτικός
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ἑνωτική, ἑνωτικόν, (ἑνόω) serving to unite or unify, δύναμις Ph.1.31; εὔνοια Id.2.219, cf. Plu.2.428a; τινῶν Procl.Inst.13,al., Dam.Pr.47. Adv. ἑνωτικῶς EM54.10.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1unificador, que procura la unión o tiene la virtud de unir ref. abstr. φιλίαν τε καὶ νεῖκος· ὧν ἡ μέν ἐστιν ἑ. τὸ δὲ διαιρετικόν Plu.2.878a (= Emp.A 33), συστατικὴ γάρ ἐστι καὶ ἑ. τῶν πολλῶν (ἡ μουσική) Pythag. en Theo Sm.12.21, πνεῦμα Ph.1.31, μεσότης ἡ ἑ. καὶ συνάγουσα τὰ διεστῶτα Iul.Or.11.138d, cf. Theol.Ar.16, (ψυχή) ἀμερής ἐστι καὶ ἑ. Olymp.in Grg.13.2, δυνάμεις Procl.in Ti.2.198.30, cf. Eus.PE 7.10.9, ἑ. τῶν ἄλλων πάντων τὸ ἕν Dam.Pr.47, πᾶν ἀγαθὸν ἑ. ἐστι τῶν μετεχόντων αὐτοῦ Procl.Inst.13, ἡ θεία διοίκησις Didym.Gen.128.13, op. διακριτικός Simp.in Cat.327.30
•c. gen. y πρός c. ac. (νοῦς) ἑνωτικώτερον ἀνθρώπων πρὸς τοὺς θεούς Corp.Herm.10.23
•ref. pers. o sus cualidades que une, que tiene capacidad de congregar, de aunar εὔνοια Ph.2.219, ἄνθρωπος συνοχεὺς καὶ ἑ. Horap.2.116
•neutr. subst. τὸ πρὸς τὰ ἄλλα ἑνωτικὸν ... τοῦ ὕδατος Corp.Herm.Fr.26.16.
2 mús. que da unidad, que armoniza, armonioso τῶν δὲ ὁμοφώνων (φθόγγων) ἑνωτικώτατον ... τὸ διὰ πασῶν Ptol.Harm.15.26, c. gen. τῶν δὲ τοιούτων ἑνωτικαί πως αἱ ἁρμονίαι Theol.Ar.50.
II subst. τὸ ἑ. Henotikón o Henótico n. del edicto de unificación promulgado por el emperador Zenón (438 d.C.) para evitar la disgregación de las iglesias y que apelaba a un acuerdo sobre la naturaleza única de las personas de la Trinidad, Euagr.Schol.HE 3.12, 13
•tb. en plu. τὰ ἑνωτικά Ζήνωνος Euagr.Schol.HE 3.30.
German (Pape)
[Seite 861] vereinigend, Sp., wie Plut. de def. orac. 33 adv. Colot. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à unir.
Étymologie: ἑνόω.
Russian (Dvoretsky)
ἑνωτικός: соединяющий (συμφυΐα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑνωτικός: -ή, -όν, (ἑνόω), ὁ συντελῶν πρὸς ἕνωσιν, Πλούτ. 2. 428Α, 878Α. ‒ Ἐπίρρ. ἑνωτικῶς Ἐτυμ. Μ. σ. 54, 9.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἑνωτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην ένωση, συνδετικός («σύγκρασιν ἑνωτικήν», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο ενωτικός
ο οπαδός της πολιτικής που επιδιώκει την ένωση τών εκκλησιών ή την ένωση μιας χώρας ή περιοχής με ένα ομοεθνές κράτος ή τη συνένωση σωματείων
4. γραμμ. το ουδ. ως ουσ. το ενωτικό
μικρή οριζόντια γραμμή που τίθεται στο τέλος του στίχου σε λέξη που τέμνεται σε κάποια συλλαβή της ή μεταξύ δύο λέξεων που συνεκφέρονται, π.χ. ένας ένας, γύρω γύρω
νεοελλ.
χημ. «ενωτικό βάρος» — το σχετικό βάρος κάθε συστατικού μιας χημικής ενώσεως, αλλιώς ατομικό βάρος
μσν.
ενωμένος.
επίρρ...
ἑνωτικῶς (AM)
κατά τρόπο ενωτικό, συνδετικό.