κλόπιος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
α, ον, (κλώψ) thievish, artful, μῦθοι Od.13.295; χείρ AP9.249 (Maec.); ὁδός APl.4.123.
German (Pape)
[Seite 1456] diebisch, listig, verstohlen; λήξειν ἀπατάων μύθων τε κλοπίων Od. 13, 294; χείρ Qu. Maec. 10 (IX, 249); στείχειν κλοπίην ὁδόν, von Dieben, Ep. ad. 289 (Plan. 123).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
fourbe, artificieux.
Étymologie: κλοπή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλόπιος -α -ον [κλοπή] bedrieglijk.
Russian (Dvoretsky)
κλόπιος:
1 воровской, хитрый, лживый (μῦθοι Hom.);
2 воровской, вороватый (χείρ Anth.).
English (Autenrieth)
deceitful, Od. 13.295†.
Greek Monolingual
κλόπιος, -ία, -ον (AM) κλοπός
απατηλός, δόλιος («λήξειν ἀπατάων μύθων τε κλοπίων», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
κλόπιος: -α, -ον (κλέπ-τω), κλοπικός, δόλιος, μῦθοι, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
κλόπιος: -α, -ον, (κλὼψ) κλοπικός, δόλιος, ἔχων τάσιν πρὸς τὴν κλοπὴν ἢ τὴν ἀπάτην, μῦθοι Ὀδ. Ν. 295· χεὶρ Ἀνθ. Π. 9. 249, Πλανούδ. 4. 123.