κεφαλίς
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Dim. of κεφαλή,
A little head, σκορόδου Luc.DMeretr.14.3; head of a nail, Ath.11.488c; extremity, τῶν σκυταλίδων Antyll. ap. Orib.44.23.74.
II capital of a column, Ph.2.147, Chor.p.118 B.(pl.), PLond. 3.755v6 (iv A.D.), Gp.14.6.6 (pl.): pl., = κρόσσαι, Eust.903.6.
III toe-cap of a shoe, Arist.Rh.1392a31, cf. Anon.ad loc.; of the foot of a table, Aristeas 68.
IV rope attached to the bow of a ship, Polyaen. 3.9.38 (pl.).
V κ. βιβλίου roll, LXX Ez.2.9, Ps.38(39).8, al.
German (Pape)
[Seite 1428] ίδος, ἡ, dim. von κεφαλή, das Köpfchen, z. B. σκορόδου Luc. D. Meretr. 14; – Kopfbedeckung, Arist. rhet. 2, 19. – Das Kopfende, der Anfang, βιβλίου, N. T. – Ein Tau = κεροίαξ, Polyaen. 3, 9, 38. – Von den Kapitälen der Säulen, Sp.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 petite tête, gousse d'ail;
2 couvre-chef, chapeau;
NT: tête ; chef.
Étymologie: κεφαλή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεφαλίς -ίδος, ἡ, demin. van κεφαλή, hoofdje, puntje:; σκορόδου teentje knoflook Luc. 80.14.3; κρομμύων bol van uien Luc. 22.22; κεφαλὶς βιβλίου boekrol NT Hebr. 10.7; schoenpunt.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1 головка (σκορόδου Luc.): κ. (sc. τῶν ὑποδημάτων) Arst. головки сапог;
2 начало (ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται NT).
English (Strong)
from κεφαλή; properly, a knob, i.e. (by implication) a roll (by extension from the end of a stick on which the manuscript was rolled): volume.
English (Thayer)
(κημόω) κημῷ: future κημώσω; (κημός a muzzle); to stop the mouth by a muzzle, to muzzle: βοῦν, T Tr WH marginal reading (Xenophon, r. eq. 5,3); see φιμόω.
Greek Monolingual
κεφαλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. κεφαλίδα.
Greek Monotonic
κεφᾰλίς: -ίδος, ἡ,
I. υποκορ. του κεφαλή.
II. μέρος παπουτσιού, σε Αριστ.
III. κεφάλαιο, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κεφαλή, μικρὰ κεφαλή, «κεφαλάκι», Λατ. capitulum, σκορόδου Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 14· ἡ κεφαλὴ ἥλου, Ἀθήν. 488C. ΙΙ. τὸ κιονόκρανον, Γεωπ. 14. 6· ― πληθ., = κρόσσαι, Εὐστ. 903. 6. ΙΙΙ. μέρος πεδίλου. Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 10. IV. = κεροίαξ, Πολύαιν. 5. 9, 38. V. κεφάλαιον, βιβλίου Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 7. VI. = εἰλητάριον, Ἑβδ. (Ἔσδρ. Β΄, ς΄, 2, Ψαλμ. ΛΘ΄ 8, κλπ.).
Middle Liddell
κεφᾰλίς, ίδος
I. Dim. of κεφαλή.
II. part of a shoe, Arist.
III. a head, chapter, NTest.
Chinese
原文音譯:kefal⋯j 咳法利士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:頭(著) 相當於: (מְגִלָּה)
字義溯源:節,書卷,卷,冊;源自(κεφαλή)*=頭)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 卷(1) 來10:7