ἐγχωρέω
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
A give room to do a thing, allow, ὁ χρὁνος οὐκ ἐγχωρεῖ, c. inf., Lys.26.6, X.Eq.12.13: abs., ὅσον ἐνεχώρεε ἡ δεκάτη so far as the money allowed her to go, Hdt.2.135; ἂν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ (i.e. the water-clock), D.44.45.
b c. acc., admit of, κλίσιν Arr.Tact. 11.4.
2 ἐγχωρεῖ, impers., there is time, it is possible or allowable, c. dat. pers. et inf., ἐ. αὐτῷ εἰδέναι Antipho 1.7, cf. 5.90, Pl. Prt.321d, X.HG2.3.16, etc.; οἷς ἐ. ὑβρισταῖς εἶναι Lys.24.15: also abs., ἔτι ἐ. there is yet time, Pl.Phd. 116e; οὐκέτ' ἐγχωρεῖ D.4.41; = ἐνδέχεται, Arist.APr.25b10, al.; ἐφ' ὁπόσον ἂν ἐγχωρῇ D.H.Comp.6; ἐγχωροῦν ἐστί Paus.3.24.11; κατὰ τὸ ἐγχωροῦν as far as possible, Paul. Aeg.6.99.
II pass, εἰς ἑτέραν ὑποθήκην BGU907.15 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
I tr. dar lugar a, permitir ὁ χρόνος οὐκ ἐγχωρεῖ ... ἀποκληρῶσαι Lys.26.6, cf. X.Eq.12.13, Oec.8.16, D.30.39, ἂν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ i.e. la clepsidra, D.44.45, κλίσιν τὴν ἐφ' ἑκάτερα Arr.Tact.11.4, c. dat. de pers. ὅσον ἐνεχώρεε ἡ δεκάτη οἱ en la medida que el diezmo le permitió Hdt.2.135.
II intr.
1 caber, ser posible, estar en lo posible ἔτι γὰρ ἐγχωρεῖ Pl.Phd.116e, cf. Prt.321d, D.4.42, ἐγχωρήσει εἰπεῖν habrá ocasión de hablar más tarde Is.3.34, ἐκείνων (de las cosas admisibles) δ' ἐγχωρεῖ μὲν γενέσθαι συλλογισμόν Arist.APr.32b21, ταῦτα ... οὕτως ἔχειν ἐγχωρεῖ es posible que esto sea así Str.3.1.5, cf. Aen.Tact.10.23, ἐν δὲ ταύτῃ οὐκ ἐγχωρήσει Pl.R.536d, ἐάνπερ ἐγχωρῇ incluso si fuera posible Aristid.Or.36.9, ἐφ' ὅσον ἂν ἐγχωρῇ en la medida de lo posible D.H.Comp.6.9, ὅσον ἐγχωρεῖ θεοῦ συνεργοῦντος PGot.13.4 (IV d.C.), c. dat. de pers. e inf. ἐγχωρεῖ αὐτῷ περὶ τούτων εἰδέναι Antipho 1.7, οἷς τ' ἐγχωρεῖ τῶν ἀνθρώπων ὑβρισταῖς εἶναι Lys.24.15, ἢ οἴει ἄν σοι ἐγχωρῆσαι εἰπεῖν; Pl.Phdr.263c, cf. Grg.520b, c. suj. en inf. λεπτουργεῖν οὐκ ἐγχωρεῖν ἡγοῦνται no consideran que sea posible entrar en minucias Pl.Plt.294d
•part. pres. posible ἐγχωροῦν ἐστί Paus.3.24.11, cf. PWarren 20.3 (III d.C.), κατὰ τὸ ἐγχωροῦν en la medida de lo posible Epiph.Const.Haer.proem.2.2.1, Paul.Aeg.6.99.6
•adecuado, conveniente ἐγχωροῦν ... ᾠκονομῆσθαι Origenes Cels.1.66, τὸν ἐγχωροῦντα τρόπον Iust.Nou.4.1, cf. Cod.Iust.12.60.7.2.
2 dud. cambiar, ir a parar τοῦ κεφαλαίου ... ἐνχωροῦντος ... εἰς ἑτέραν ὑποθήκην BGU 907.15 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 714] Raum geben, gestatten; ὅσον ἐνεχώρεε ἡ δεκάτη οἱ Her. 2, 135; ἐὰν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ, die Wasseruhr, die Zeit, Dem. 44, 45; Xen. Equ. 12, 13 ὁ χρόνος ἐγχωρεῖ ἀποστρέψαι. Gew. imperf. ἐγχωρεῖ, es geht an, ist möglich, B. A. 95, = ἐνδέχεται; τινί, Antiph. 1, 7; τινὶ ὑβριστῇ εἶναι Lys. 24, 15; im Gegensatz von οὐ προσήκει, Plat. Legg. XI, 916 e u. öfter; τινί – εἰδέναι Rep. III, 403 e; mit acc. c. inf., Soph. 264 d Rep. III, 408 e; ἔτι ἐγχωρεῖ, noch ist es Zeit, Phaed. 116 e; vgl. Xen. Hell. 2, 2, 21.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
propr. donner place dans ; se prêter à, permettre de ; • impers. ἐγχωρεῖ il est permis, il est possible : οὐ γὰρ ἔτι ἐνεχώρει μένειν XÉN car il n'y avait plus moyen de rester ; abs. ἔτι ἐγχωρεῖ PLAT cela est encore possible, il est encore temps.
Étymologie: ἐν, χωρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχωρέω: допускать, позволять (ὁ χρόνος οὐκ ἐγχωρεῖ ποιεῖν τι Lys.): ἐὰν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ Dem. если позволит время (см. ἐγχέω 1): преимущ. impers. ἐγχωρεῖ Her., Lys., Xen., Plat., Arst., Plut. (воз)можно; ἔτι ἐγχωρεῖ Plat. еще возможно, есть еще время.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχωρέω: παρέχω χῶρον, ἐπιτρέπω, ὁ χρόνος οὐκ ἐγχωρεῖ, μετ’ ἀπαρ., Λυσ. 175. 33, Ξεν. Ἱππ. 12. 13· ἀπολ., ὅσον ἡ δεκάτη ἐνεχώρεε, ὅσον ἐπέτρεπον αὐτῇ τὰ χρήματα τῆς δεκάτης, Ἡρόδ. 2. 135· ἐὰν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ (δηλ. τὸ ἐν τῇ κλεψύδρᾳ) Δημ. 1094. 3. 2) ἐγχωρεῖ, ἀπροσώπως, ἐπιτρέπεται, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἐγχ. αὐτῷ εἰδέναι Ἀντιφῶν 112. 18, πρβλ. 140. 12, Πλάτ. Πρωτ. 321D, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 16, κτλ.· οἷς ἐγχ. ὑβρισταῖς εἶναι Λυσ. 169. 35· - ὡσαύτως, ἀπολ., ἔτι ἐγχωρεῖ, ὑπάρχει ἔτι καιρός, Πλάτ. Φαίδων 116Ε· οὐκέτι ἐγχωρεῖ Δημ. 52. 7· συχνὸν παρ’ Ἀριστ. = ἐνδέχεται· - οὕτως, ἐγχωροῦν ἐστι Παυσ. 3. 24, 11.
Greek Monotonic
ἐγχωρέω: μέλ. -ήσω, παρέχω χώρο για να γίνει κάτι, επιτρέπω, δίνω άδεια, σε Ηρόδ., Ξεν.· απρόσ., ἐγχωρεῖ, είναι δυνατό, επιτρέπεται, με δοτ. προσ. και απαρ., σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., ἔτι ἐγχωρεῖ, υπάρχει ακόμη καιρός, χρόνος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to give room for doing a thing, to allow, permit, Hdt., Xen.:— ἐγχωρεῖ, impers. it is possible or allowable, c. dat. pers. et inf., Plat., Xen., etc.: absol., ἔτι ἐγχωρεῖ there is yet time, Plat.