ὀξυθυμία

From LSJ
Revision as of 13:54, 14 November 2023 by Spiros (talk | contribs)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠθῡμία Medium diacritics: ὀξυθυμία Low diacritics: οξυθυμία Capitals: ΟΞΥΘΥΜΙΑ
Transliteration A: oxythymía Transliteration B: oxythymia Transliteration C: oksythymia Beta Code: o)cuqumi/a

English (LSJ)

ἡ, vivacity of temper or instability of temper, sudden anger, irascibility, hot temper, Hp.Epid.2.4.4, E.Andr.728, Ruf. ap. Orib.inc. 6.5; excitability, ἐς γέλωτα Aret.SD1.5, cf. Poll.2.231(v.l.).

German (Pape)

[Seite 352] ἡ, der Jähzorn, Eur. Andr. 729.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
accès de colère.
Étymologie: ὀξύθυμος.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠθῡμία:вспышка гнева, приступ ярости Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠθῡμία: ἡ, αἰφνίδιος θυμός, Ἱππ. 1037F, Εὐρ. Ἀνδρ. 728, Πολυδ. Β΄, 231.

Greek Monolingual

η (Α ὀξυθυμία) οξύθυμος
η ιδιότητα του οξύθυμου, αψιθυμία, ευερεθιστότητα, ευθιξία
αρχ.
1. αιφνίδιος, οξύς θυμός
2. ζωηρότητα ή αστάθεια θυμού
3. ερεθισμός.
ὀξυθύμια, τὰ (Α)
τόποι σε σταυροδρόμια τριών δρόμων κοντά σε αγάλματα της Εκάτης, όπου έκαιγαν τα καθάρσια, δηλ. τα λείψανα τών αγνιστικών και εξιλαστικών θυσιών και που ονομάζονταν έτσι γιατί τη φωτιά τήν άναβαν με κλάδους του φυτού θύμος, οι οποίοι είχαν χρησιμοποιηθεί σε δαρμό ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύθυμον, ονομασία φυτού
βλ. λ. οξύθυμος].

Greek Monotonic

ὀξῠθῡμία: ἡ, ξαφνικός θυμός, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀξῠθῡμία, ἡ,
sudden anger, Eur. [from ὀξύθῡμος]

English (Woodhouse)

quick temper, quickness of temper, quickness to anger

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

irascibility

Bulgarian: раздразнителност, избухливост; Catalan: irascibilitat; French: irascibilité; Ancient Greek: ἀκραχολία, ἀκρηχολίη, ἀκροχολία, ὀξυθύμησις, ὀξυθυμία, ὀργιλότης, τὸ ὀξύθυμον, τοὐξύθυμον; Italian: irascibilità; Latin: iracundia; Spanish: irascibilidad, iracundia