προσπασσαλεύω

From LSJ
Revision as of 09:05, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπασσᾰλεύω Medium diacritics: προσπασσαλεύω Low diacritics: προσπασσαλεύω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΣΣΑΛΕΥΩ
Transliteration A: prospassaleúō Transliteration B: prospassaleuō Transliteration C: prospassaleyo Beta Code: prospassaleu/w

English (LSJ)

Att. προσπατταλεύω,
A nail fast to, σε τῷδε.. πάγῳ A.Pr.20; [ἐμβάδια] πρὸς τὸ μέτωπον ὥσπερ κοτίνῳ Ar.Pl.943; but in Hdt.9.120, σανίδα (or σανίδας) προσπασσαλεύσαντες (sc. αὐτῷ) (nisi leg. σανίδι):—Pass., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Men.535.1; τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας.. προσπεπ. Luc.DMar.14.3: metaph., ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, ἄφωνος fixed to the spot, Hegesipp.Com.1.25.
II nail up or hang upon a peg, τὸν τρίποδα Hdt.1.144:—Pass., Cratin.164.

German (Pape)

[Seite 776] att. -τταλεύω, noch dazu, daneben annageln; τῷ πάγῳ, Aesch. Prom. 20; Ar. Plut. 943; Her. πρὸς τὰ οἰκία τρίποδα, 1, 144. 9, 120 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter; komisch ἀχανὴς προσπεπατταλευμένος, Hegesipp. b. Ath. IV, 290 d, gleichsam vor Staunen angenagelt; – auch = an einen Nagel aufhängen, Theophr. char. 21, 2.

French (Bailly abrégé)

1 clouer contre : τινά τινι qqn contre qch ; τι πρός τι une chose contre une autre;
2 suspendre à un clou, à une patère, etc., acc..
Étymologie: πρός, πασσαλεύω.

Russian (Dvoretsky)

προσπασσᾰλεύω: атт. προσπαττᾰλεύω
1 приколачивать, пригвождать (τινὰ τῷ πάγῳ Aesch.; τι πρὸς τὸ μέτωπόν τινι ὥσπερ κοτίνῳ Arph.; τινὰ ἐπὶ πέτρας Luc.);
2 вешать на гвоздь (τὸν τρίποδα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

προσπᾰσσαλεύω: Ἀττικ. προσπαττ-, ὡς τὸ προσηλόω, καρφώνω, στερεῶς προσηλώνω, σε τῷδε τῷ πάγῳ Αἰσχύλ. Πρ. 20˙ ἐμβάδια πρὸς τὸ μέτωπον Ἀριστοφ. Πλ. 943˙ ― παρ’ Ἡροδ. 9. 120, τἀνάπαλιν, σανίδα προσπασσαλεύσαντες (ἐξυπ. αὐτῷ), ἂν καὶ θὰ ἐπροτίμα τις νὰ ἀναγνώσῃ: σανίδι ἢ πρὸς σανίδα, πρβλ. 7. 33. ― Παθητ., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 6˙ τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας... προσπεπ. Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 14. 3˙ μεταφορ., ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, ἄφωνος, προσηλωμένος εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον, ἀκίνητος, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25. ΙΙ. καρφώνω ἢ ἀναρτῶ εἰς πάσσαλον, τὸν τρίποδα Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 21.

Greek Monolingual

και αττ. τ. προσπατταλεύω Α
1. καρφώνω κάτι στερεά («σανίδας προσπασσαλεύσαντες», Ηρόδ.)
2. κρεμώ κάτι στον τοίχο με καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πασσαλεύω (< πάσσαλος)].

Greek Monotonic

προσπᾰσσαλεύω: Αττ. προσ-παττ-, μέλ. -σω,
I. καρφώνω σταθερά σ' ένα σημείο, τινά τινι, σε Αισχύλ.· πρός τι, σε Αριστοφ.· αντιστρόφως, σανίδα προσπασσαλεύσαντες (ενν. αὐτῷ), σε Ηρόδ.
II. καρφώνω ή κρεμώ πάνω σε πάσσαλο, τὸν τρίποδα, στον ίδ.

Middle Liddell

Attic προσ-παττ fut. σω
I. to nail fast to a place, τινά τινι Aesch.; πρός τι Ar.:—reversely, σανίδα προσπασσαλεύσαντες (sc. αὐτῷ) Hdt.
II. to nail up or hang upon a peg, τὸν τρίποδα Hdt.