σκηπτουχία

From LSJ
Revision as of 10:35, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηπτουχία Medium diacritics: σκηπτουχία Low diacritics: σκηπτουχία Capitals: ΣΚΗΠΤΟΥΧΙΑ
Transliteration A: skēptouchía Transliteration B: skēptouchia Transliteration C: skiptouchia Beta Code: skhptouxi/a

English (LSJ)

ἡ,
A bearing of a staff or sceptre as the badge of command, hence military command, especially of the Persians, ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθείς A.Pers.297; technically, rank or province of a Persian σκηπτοῦχος (v. σκηπτοῦχος 2), Str.11.2.18.
2 generally, command, power, Lyc.111.

German (Pape)

[Seite 896] ἡ, eigtl. das Sceptertragen; dah. – a) der oberste Befehl im Kriege, das Oberkommando, ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθείς Aesch. Pers. 289, u. Sp., wie Lycophr. 111. – b) die Würde, Macht od. Provinz eines Scepterträgers am persischen Hofe.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
port du sceptre ; commandement militaire.
Étymologie: σκηπτοῦχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηπτουχία -ας, ἡ [σκηπτοῦχος] het houden van de scepter, opperbevel.

Russian (Dvoretsky)

σκηπτουχία:верховная власть, главное командование (ὁ ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθείς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

σκηπτουχία: ἡ, τὸ φέρειν ῥάβδον ἢ σκῆπτρον ὡς τὸ σημεῖον τῆς ἀρχῆς, στρατιωτικὴ ἀρχή, στρατηγία, μάλιστα μεταξὺ τῶν Περσῶν, ἐπὶ σκηπτουχίᾳ ταχθεὶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 297· καὶ ὡς τεχνικ. ὅρος, τὸ ἀξίωμαἐξουσία Πέρσου σκηπτούχου (ἴδε τὸ ἑπόμ. 2), Στράβ. 498. 2) καθόλου, ἀρχηγία, ἐξουσία, Λυκόφρ. 111, Ἀνθ. Π. παράρτ. 357.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σκηπτοῦχος
το να φέρει κανείς σκήπτρο ή ράβδο ως σύμβολο εξουσίας, ηγεμονία
αρχ.
1. το αξίωμα ή η εξουσία Πέρση σκηπτούχου
2. (γενικά) εξουσία.

Greek Monotonic

σκηπτουχία: ἡ, το να κρατάει κάποιος ραβδί ή σκήπτρο ως έμβλημα εξουσίας, στρατιωτική αρχή, σε Αισχύλ.· γενικά, εξουσία, ισχύς, κυριαρχία, σε Ανθ.

Middle Liddell

σκηπτουχία, ἡ,
the bearing a staff or sceptre as the badge of command, military command, Aesch.:— generally, command, power, Anth. [from σκηπτοῦχος