σφοδρότης

From LSJ
Revision as of 13:20, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφοδρότης Medium diacritics: σφοδρότης Low diacritics: σφοδρότης Capitals: ΣΦΟΔΡΟΤΗΣ
Transliteration A: sphodrótēs Transliteration B: sphodrotēs Transliteration C: sfodrotis Beta Code: sfodro/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, vehemence, violence, Id.HG7.2.23, Pl.Plt. 306e; ἡ σφοδρότης δὲ θηρός is the quality of a beast, Alex.245.12; ἡ τοῦ πυρετοῦ σφοδρότης Gal.16.534: in plural, Pl.Lg.733b; πάγων σφοδρότητες Thphr. CP 5.12.2.

German (Pape)

[Seite 1051] ητος, ἡ, Heftigkeit, Raschheit, Hitze, Ungestüm, im Handeln und Reden; Plat. Polit. 306 e, plur., Legg. V, 733 b, Sp.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
véhémence, impétuosité, force.
Étymologie: σφοδρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφοδρότης -ητος, ἡ [σφοδρός] hevigheid, heftigheid, kracht, intensiteit.

Russian (Dvoretsky)

σφοδρότης: ητος ἡ тж. pl. страстность, порывистость или сила, мощь Xen., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σφοδρότης: -ητος, ἡ, ὁρμή, βία, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23, Πλάτ. Πολιτικ. 306Ε ἡ τόλμα μὲν γὰρ ἀνδρός, ἡ δὲ δειλία γυναικός, ... ἡ σφοδρότης δὲ θηρός, εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸν θηρίου, Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 1. 12· ἐν τῷ Πληθ., Πλάτ. Νόμ. 733Α, ἐπίτασις, πάγων σφοδρότητες Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2.

Greek Monotonic

σφοδρότης: -ητος, ἡ, ορμητικότητα, ορμή, βία, παραφορά, δριμύτητα, ένταση, σε Ξεν.

Middle Liddell

σφοδρότης, ητος, ἡ, [from σφοδρός
vehemence, violence, Xen.

English (Woodhouse)

excitability, vehemence, violence

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)