ἐπέτειος
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ἐπέτειον, Dor. gen. pl.
A ἐπετειᾶν A.Ag.1015 (lyr.): Ion. ἐπέτεος GDI iv p.876, v.l. in Hdt.3.89:—annual, θυσίαι Id.6.105; ὁ ἐπέτειος καρπός Id.8.108; ὁ ἐπέτειος φόρος the yearly revenue, Id.5.49; πρόσοδος Id.3.89; βύβλον τὴν ἐπέτειον γινομένην Id.2.92; τὸ ὕδωρ τὸ ἐπέτειον the water drawn up by the sun every year, ib.25; γενήματα PTeb.27.33 (ii B.C.); ἐπέτεια, τά, yearly additions to treasure, IG12.242,244; ἐπέτειος ἐπικαρπία Pl.Lg.955d; ἐ. ἄλοκες A.Ag. l.c.; ἐπέτεια νοσήματα recurring annually, Pl.R. 405c: metaph., ἐπέτειοι τὴν φύσιν changeful as the seasons, or like birds of passage, Ar.Eq.518.
2 lasting for a year, ἐπέτεια τὰ πολλὰ τῶν ἐντόμων Arist.Long.466a2; τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἐπέτειον ἔχει τὴν ζωήν ib.464b25, cf. Thphr. HP 1.1.2; ἐπέτεια ψηφίσματα having force for a year, D.23.92; τὰ κατὰ τὰς ἀρχάς Plb.6.46.4.
3 this year's, ῥόδα Dsc.5.27; = ἐπὶ τοῦ νῦν ἔτους, Hsch.
German (Pape)
[Seite 918] ion. ἐπέτεος, auch 3 Endgn, ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾶν Aesch. Ag. 988, θυσίῃσι ἐπετείῃσι Her. 6, 105; jährlich, καρπός Plat. Rep. V, 470 b, wie ἐπικαρπία Legg. XII, 955 d; τὰ ἐπέτεια, die jährlichen Einkünfte, Inscr. 158, wie ἐπ. φόρος Her. 5, 49; – ein Jahr dauernd, auf ein Jahr geltend, τὰ τῆς βουλῆς ψηφίσματα ἐπέτεια εἶναι Dem. 23, 92, wie ἐγγύαι ἐπέτειοι 33, 27; τὰ κατὰ τὰς ἀρχὰς ἐπέτειά ἐστι Pol. 6, 46. – Übertr., ἐπέτειοι τὴν φύσιν, jährlich die Natur ändernd, wetterwendisch, Ar. Equ. 518.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
annuel :
1 qui revient chaque année : θυσίαι ἐπέτειοι HDT sacrifices annuels ; ἐπέτειος καρπός HDT récolte annuelle ; ἐπέτειος φόρος HDT revenu annuel;
2 qui se produit au cours d'une année : τὸ ὕδωρ τὸ ἐπέτειον HDT la quantité d'eau que le soleil pompe chaque année;
3 qui change tous les ans, inconstant.
Étymologie: ἐπί, ἔτος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέτειος: ион. ἐπέτεος 2 и 3
1 годичный, годовой (φόρος Her.; καρπός Plat., Arst.);
2 ежегодный (θυσίαι Her.);
3 повторяющийся из года в год (νόσοι Plat.);
4 однолетний (φυτά Arst.);
5 изданный на год (текущий)
(τῆς βουλῆς ψηφίσματα Dem.);
6 меняющийся из года в год: ἐ. τὴν φύσιν Arph. непостоянный по природе.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέτειος: Δωρ. γεν. πληθ. ἐπετειᾶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1016, Ἰων. δοτ. ἐπετείῃσι Ἡρόδ. 6. 105 (διάφ. γραφ. -είοισι), ἀλλὰ ἐπέτειος ὡς θηλ. παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 92., 3. 89, Πλάτ. Νόμ. 955D, Ἀριστ., κλπ., καὶ ἐν τῷ τύπῳ ἐπέτεος, Ἡρόδ. 3. 89:- κατ’ ἔτος γινόμενος, θυσίαι ὁ αὐτ. 6. 105· ὁ ἐπ. καρπὸς ὁ αὐτ. 8. 108· ὁ ἐπ. φόρος, τὸ κατ’ ἔτος ἐκ τῶν φόρων εἰσόδημα, ὁ αὐτ. 5. 49, πρβλ. 3. 89· ὡσαύτως ἐπέτεια, τά, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 138-154:- ἐπέτειοι νόσοι, κατ’ ἔτος ἐπανερχόμεναι, Πλάτ. Νόμ. 405C:- μεταφ., ἐπέτειοι τὴν φύσιν, εὐμετάβολοι ὡς αἱ ὧραι τοῦ ἔτους ἢ κατ’ ἄλλους ὡς τὰ διαβατικὰ πτηνά, Ἀριστοφ. Ἱππ. 518. 2) ἐπὶ ἓν ἔτος διαρκῶν, ἐτήσιος, βύβλον τὴν ἐπ. γενομένην Ἡρόδ. 2. 92· τὸ ὕδωρ τὸ ἐπ., ὃ ὁ ἥλιος καθ’ ἕκαστον ἔτος ἀπορροφεῖ, ὁ αὐτ. 2. 25· ἐπέτεια γὰρ τὰ πολλὰ τῶν ἐντόμων Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 4. 1· φυτὰ ἐπ. αὐτόθι· αἱ ἐπ. μέλιτται ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 42· ἐπ. ψηφίσματα Δημ. 651. 16· τὰ κατὰ τὰς ἀρχὰς Πολύβ. 6. 46, 4.
English (Slater)
ἐπέτειος Et. Mag. 354,57: ἐπέτειος· ἐπὶ τοῦ νῦν ἔτους ὥς φησι Πίνδαρος fr. 300.
Greek Monolingual
η (AM ἐπέτειος, -ον και -ος, -ία, -ον)
νεοελλ.
η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνεται χρόνος ή αριθμός ετών από τότε που συνέβη σημαντικό γεγονός («εθνική επέτειος»)
αρχ.-μσν.
1. αυτός που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο («τήν ἐπέτειον ἐπικαρπίαν», Πλάτ.)
2. αυτός που ζει, διαρκεί ένα έτος («ἐπέτεια τὰ πολλὰ τῶν ἐντόμων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. εφετινός
2. ευμετάβολος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπέτεια
οι ετήσιες εισπράξεις της αθηναϊκής πολιτείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έτ-ος + επίθημα -ειος (πρβλ. αέτειος, άρκτειος). Η νεοελληνική σημ. της λ. προήλθε από την αρχαιότερη «κάτι που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο»].
Greek Monotonic
ἐπέτειος: -ον ή -α, -ον, Ιων. ἐπ-έτεος·
1. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα χρόνο, σε Ηρόδ.· ἐπέτειοι τὴν φύσιν, άστατοι, ευμετάβλητοι όπως οι εποχές, σε Αριστοφ.
2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί για ένα χρόνο, σε Ηρόδ., Δημ.
Middle Liddell
ἐπ-έτειος, ον
1. annual, yearly, Hdt.: ἐπέτειοι τὴν φύσιν changeful as the seasons, Ar.
2. annual, lasting for a year, Hdt., Dem.