κτερίσματα
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
τά, = κτέρεα, only pl., S.OC1410, El.434,931, E.Supp.309, Tr.1249, Hel.1391.
German (Pape)
[Seite 1518] τά, = κτέρεα, alles zur feierlichen Bestattung eines Todten Gehörige; μή μ' ἀτιμάσητέ γε, ἀλλ' ἐν τάφοισι θέσθε κἀν κτερίσμασιν Soph. O. C. 1412; – auch = die Todtenopfer; τοῦ γὰρ ἀνθρώπων ποτ' ἦν τὰ πολλὰ πατρὸς πρὸς τάφον κτερίσματα El. 919, vgl. 426; εἰ πλουσίων τις τεύξεται κτερισμάτων Eur. Troad. 1249, vgl. Hel. 1407.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
cérémonie funéraire, honneurs funèbres ; offrandes funéraires déposées sur le tombeau.
Étymologie: κτερίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτερίσματα -ων, τά [κτερίζω] meestal plur. dodengaven, grafgeschenken:. ἱστάναι κτερίσματ’ grafgeschenken neerzetten Soph. El. 434.
Russian (Dvoretsky)
κτερίσματα: τά
1 погребальные обряды, торжественные похороны: νεκροὺς κτερισμάτων λαχεῖν Eur. совершать погребальные обряды над мертвецами;
2 погребальные дары (πατρὸς πρὸς τάφον Soph.).
Greek Monotonic
κτερίσματα: τά = κτέρεα, χρήση μόνο στον πληθ., σε Σοφ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κτερίσματα: τά = κτέρεα καὶ ὡς αὐτό, ἐν χρήσει κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Κ. 1410, Ἠλ. 434, 931, Εὐρ. Ἱκ. 309, Τρῳ 1249, Ἑλ. 1391.
Middle Liddell
κτερίσματα, τά, = κτέρεα, Soph., Eur.] only used in plural,]
English (Woodhouse)
funeral gifts, funeral honours, last offices to the dead, last offices, offerings to the dead
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κτερίζω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κτῶμαι.