σποράδην
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[ᾰ], Adv. scatteredly, here and there, σποράδην ἀπώλλυντο Th.2.4 (v.l. for σποράδες); οἰκεῖν, i.e. not in communities, Pl.Prt. 322b, Isoc.4.39; τὰ λεγόμενα σποράδην Arist.Pol.1259a4; σποράδην τὸ πρὶν ἀειδόμενος, of Homer before Peisistratus, AP11.442; σποράδην ἀναγέγραπται Plu.2.629e; οἱ σποράδην, opp. οἱ ἐλλόγιμοι Πυθαγορικοί, D.L. 8.91.
German (Pape)
[Seite 924] adv., zerstreu't, einzeln; ἄλλοι δὲ ἄλλῃ τῆς πόλεως σπ. ἀπώλλυντο, Thuc. 2, 4; ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην, Plat. Prot. 322 a, wie Isocr. 4, 39; Pol. 3, 22, 10; καὶ ἀτάκτως, 8, 32, 9, und öfter.
French (Bailly abrégé)
adv.
çà et là.
Étymologie: σποράς, -δην.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σποράδην [σποράς] adv., verstrooid, verspreid.
Russian (Dvoretsky)
σποράδην: (ᾰ) adv. разбросанно, в разных местах, там и сям (οἰκεῖν Plat.; τὰ λεγόμενα Arst.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. σποραδικά, σκόρπια, εδώ κι εκεί («ἄλλοι δὲ ἄλλη τῆς πόλεως σποράδην ἀπώλοντο», Θουκ.)
αρχ.
(με το άρθρ. αρσ. πληθ.) οἱ σποράδην
οι κοινοί άνθρωποι, σε αντιδιαστολή προς τους Πυθαγορείους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποράς + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχάδην)].
Greek Monotonic
σποράδην: [ᾰ], επίρρ., σποραδικά, εδώ κι εκεί, σκόρπια, Λατ. sparsim, σε Θουκ., Πλάτ.· περιστασιακά, τυχαία, συμπτωματικά, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σποράδην: [ᾰ], Ἐπίρρ., διεσκορπισμένως, «σκορπιστά», ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, Λατ. sparsim, σπ. ἀπόλλυσθαι Θουκ. 2. 4· οἰκεῖν Πλάτ. Πρωτ. 322Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 48C· τὰ λεγόμενα σπ. Ἀριστ. Πολιτ. 1. 11, 7· σπ. τὸ πρὶν ἀειδόμενος, ἀναμίξ. ἀτάκτως, Ἀνθ. Π. 11. 442· σπ. ἀναγέγραπταΙ Πλούτ. 2. 269D· οἱ σπ. Πυθαγόρειοι, ἀντίθετον τῷ οἱ ἐλλόγιμοι, Διογ. Λ. 8. 91.
Middle Liddell
scatteredly, here and there, Lat. sparsim, Thuc., Plat.: casually, Anth.
English (Woodhouse)
here and there, in a scattered way, in scattered groups