νεικέω

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεικέω Medium diacritics: νεικέω Low diacritics: νεικέω Capitals: ΝΕΙΚΕΩ
Transliteration A: neikéō Transliteration B: neikeō Transliteration C: neikeo Beta Code: neike/w

English (LSJ)

fut.

   A -έσω Il.10.115: aor. ἐνείκεσα, Ep. νείκεσσα or νείκεσα, 3.38, 10.158: also pres. νεικείω 2.277, etc.; subj. νεικείῃσι, νεικείῃ, 1.579, Hes.Op.332; part. νεικείουσα Theoc.1.35: impf. νείκειον Od.22.26; iterat. νεικείεσκον Il.4.241: (νεῖκος):—quarrel, wrangle with one, μή μοι ὀπίσσω νεικείῃ Od.17.189; ἔριδος πέρι θυμοβόροιο νεικεῦσ' ἀλλήλῃσι quarrel one with another, Il.20.254; ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς 18.498: c. acc. cogn., νείκεα . . νεικεῖν ἀλλήλοισιν ἐναντίον 20.252; νεικέσκομεν οἴω, we two alone strove with him, is prob. corrupt in Od.11.512 (νικάσκομεν Aristarch.): abs. in part. νεικέων Hdt.9.55.    II trans., chide, rail at, upbraid, c. acc. pers., Il.1.521, al.; Ἀγαμέμνονα ν. μύθῳ 2.224; αἰσχροῖς, ὀνειδείοις, χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν, 3.38, 21.480, Od.22.225, etc.; ὃς νείκεσσε θεάς... τὴν δ' ᾔνησ' [Paris] insulted the goddesses (Hera and Athena), but praised the other (Aphrodite), Il.24.29.—Ep. Verb, used twice by Hdt., 8.125, 9.55; not in Att.: in later Prose, LXXPr.10.12, al.

German (Pape)

[Seite 236] ep. auch νεικείω, fut. νεικέσω, ep. auch νεικέσσω, aor. ἐνείκεσα u. ἐνείκεσσα, zanken, streiten; absol., δύο δ' ἄνδρες ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς ἀνδρὸς ἀποφθιμένου, Il. 18, 498; τινί, mit Einem, δείδια, μή μοι ὀπίσσω νεικείῃ, Od. 17, 189, γυναῖκας, αἴτε νεικεῦσ' ἀλλήλῃσιν, Il. 20, 254; mit hinzutretendem Objectsaccusativ, τίη ἔριδας καὶ νείκεα νῶϊν ἀνάγκη νεικεῖν ἀλλήλοισιν ἐναντίον, ibd. 252; häufiger c. acc. der Person, Einen ausschelten, anfahren, tadeln, beschimpfen, Il. 2, 221. 19, 86 u. öfter, Ἀγαμέμνονα νείκεε μύθῳ, 2, 224, νείκειον δ' Ὀδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν, Od. 22, 26, vgl. Il. 4, 241. 15, 210, ἄλλον μειλιχίοις, ἄλλον στερεοῖς ἐπέεσσιν νείκεον, 12, 268, νεικέσω, 10, 115, τὸν δ' Ἕκτωρ νείκεσσεν ἰδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν, 3, 38; vom Paris heißt es ὃς νείκεσσε θεὰς – τὴν δ' ᾔνησε, er tadelte, verschmähte die Hera und Athene, 24, 29, welche Stelle aber Aristarch verwarf; Od. 11, 512 ist νεικέσκομεν von Wolf richtig in νικάσκομεν geändert. – Sonst nur einzeln bei sp. D. In Prosa nur Her. 8, 125 : ἐνείκεε Θεμιστοκλέα, klagte ihn an.

Greek (Liddell-Scott)

νεικέω: μέλλ. -έσω, Ἰλ. Κ. 115: ἀόρ. ἐνείκεσα, Ἐπικ. νείκεσα Γ. 38, Κ. 158· - ὁ Ὅμηρ. καὶ Ἡσίοδ. ὡσαύτως μεταχειρίζονται τοὺς Ἰων. τύπους: ἐνεστ. νεικείω Ἰλ. Β. 277, κλ., ὑποτ. νεικείῃσι Α. 579: παρατ. νείκειον, Ἰων. νεικείεσκον Ὀδ. Χ. 26, Ἰλ. Δ. 241: ἀόρ. νείκεσσα: (νεῖκος). Ἐρίζω, φιλονεικῶ, λογομαχῶ μετά τινος, μή μοι ὀπίσσω νεικείῃ Ὀδ. Ρ. 189· ἔριδος περὶ θυμοβόροιο νεικεῦσ’ ἀλλήλῃσι, ἐρίζουσιν ἡ μία πρὸς τὴν ἄλλην, Ἰλ. Υ. 254· ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς Σ. 498· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., νείκεα... νεικεῖν ἀλλήλῃσιν ἐναντίον Υ. 252· (ἐν Ὀδ. Λ. 511 νεικέσκομεν οἴω, μόνοι ἡμεῖς ἐλογομαχήσαμεν πρὸς αὐτόν, ὁ Wolf καὶ Nitzsch, κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ. γράφουσι νικάσκομεν)· - μετοχ. νεικέων, ἰσχυρογνωμόνως, ἐπιμόνως, Ἡρόδ. 9. 55. ΙΙ. μεταβ., λυπῶ, στενοχωρῶ, δυσαρεστῶ, ἰδίως διὰ τοῦ λόγου, ὀνειδίζω, λοιδορῶ, κακολογῶ, κατηγορῶ, μετ’ αἰτ. προσ., συχν. παρ’ Ὁμ.· ὡσαύτως τῇ προσθήκῃ τῆς δοτ. μύθῳ, Ἰλ. Β. 224· νείκεσσεν ἰδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν Ἰλ. Γ. 38, Φ. 480, Ὀδ. Χ. 225, κτλ.· - ἐν Ἰλ. Ω. 29, ἐπὶ τοῦ Πάριδος, ὃς νείκεσσε θεάς..., τὴν δ’ ᾔνησ’, προσέβαλε τὰς θεὰς (Ἥραν καὶ Ἀθηνᾶν), τὴν δὲ ἑτέραν (τὴν Ἀφροδίτην) ἐπῄνεσεν· ὁ Ἀρίσταρχος ὅμως ἀποδοκιμάζει ὅλον τὸ χωρίον. - Ἐπικ. ῥῆμα δὶς ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 8. 125., 9. 55: ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ἀττ., ἂν καὶ τὸ οὐσιαστ. νεῖκος εἶναι ἐν χρήσει παρὰ Τραγ., ἐνίοτε δὲ καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις, ὡς Πλάτ. Σοφιστ. 243A, Ξεν. Κυνηγ. 1, 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. νεικέσω, ao. ἐνείκεσα, pf. inus.
I. intr. se quereller, se disputer;
II. tr. 1 quereller, gourmander, acc.;
2 invectiver, injurier, acc..
Étymologie: νεῖκος.

English (Autenrieth)

(νεῖκος), νεικῶσι, subj. νεικείῃ(σι), inf. νεικείειν, part. νεικείων, ipf. νείκειον, iter. νεικείεσκε, fut. νεικέσω, aor. (ἐ)νείκε(ς)σα: strive, quarrel; ἔριδας καὶ νείκεα ἀλλήλοις, ‘contend in railing and strife,’ Il. 20.252; upbraid, reprove, opp. αἰνεῖν, Il. 10.249, Il. 24.29; μάλα, ‘angrily’; ἄντην, ‘outright,’ Od. 17.239.