πῆχυς
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
English (LSJ)
(Aeol. πᾶχυς Alc.33), ὁ, gen.
A πήχεος Hp.Fract.2, al., Hdt. 1.178, Pl.Alc.1.126d, Arist.Mir.813a10, LXXEx.25.9, al., Plb.10.44.2, Ph.Bel.73.42, πήχεως Arist.HA606a14 (v.l. -εος), PCair.Zen.484.10 (iii B.C.), πήχως (condemned by Phryn.222) corrected to πήχεος PCair.Zen.665.1 (iii B. C.) : gen. pl. πήχεων IG12.314.39, 22.1673.15, PCair.Zen.353.10 (iii B. C.); later contr. πηχῶν X.An.4.7.16 codd., Arist.Pol.1302b37, PCair.Zen.54.4 (iii B. C.), PStrassb.85.20 (ii B. C.), Phld.Sign.2, Phryn.222, Moer.p.327 P.:—forearm, from wrist to elbow, Hp.Fract.2, 3, al., Poll.2.140 ; opp. βραχίων, Pl.Ti.75a, X. Eq.12.5: in Poets, generally, arm, ἀμφὶ δ' ἑὸν φίλον υίὸν ἐχεύατο πήχεε λευκώ Il.5.314, cf. Od.17.38, 23.240 ; λευκὸν ἀντείνασα π. B.Fr.13.4, cf. E.Or.1466 (lyr.) ; λαιὸν ἔπαιρε π. Id.Heracl.728. 2 Anat., ulna, Ruf.Onom.80, Gal.UP2.2, Sor.Fract.20. II centrepiece, which joined the two horns of the bow, τόν ῥ' [ὀϊστὸν] ἐπὶ πήχει ἑλὼν ἕλκεν νευρήν Od.21.419 ; ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκε Il.11.375, 13.583. III in pl., horns of the lyre, opp. ζυγόν (the bridge), Hdt.4.192 ; πήχεις ἐναρμόσας καὶ ζυγώσας Luc.DDeor.7.4. 2 also, = ζυγόν, crosspiece or bridge in which the horns were fitted, Artemo Hist.12. IV in the balance, beam, IG22.1013.32, Theol.Ar. 29. V as a measure of length, distance from the point of the elbow to that of the middle finger, = 6 παλασταί = 24 δάκτυλοι, Poll.2.158 ; π. μέτριος Hdt.1.178 ; π. ἰδιωτικός, κοινός, Sch.Luc.Cat.16 ; but π. βασιλήϊος, = 27 δάκτυλοι, Hdt.1.178, 7.117 ; ὁ Αἰγύπτιος π. τυγχάνει ἴσος ἐὼν τῷ Σαμίῳ Id.2.168, cf. Luc. l. c. ; for later measurements, Hero Deff.131, Geom.4.2,al. 2 cubit-rule, as we say 'foot-rule', Ar. Ra.799, Gal.1.47 ; π. ἀκαμπής AP6.204 (Leon.) ; as epith. of Nemesis, APl.4.223, 224. 3 metaph. of any small amount (cf. πήχυιος), Ev.Matt.6.27 ; κατὰ πῆχυν little by little, Marin.Procl.26. VI πήχεις, οἱ, the cubits (of inundation), represented in pictures as children one cubit high playing round the Nile, Luc.Rh.Pr.6, Philostr. Im.1.5. (Cf. Skt. bāhú-, Avest. bāzu- (masc.) 'arm', ONorse bógr 'shoulder'.)
German (Pape)
[Seite 612] ὁ, gen. πήχεως, u. plur. πήχεων, erst spät zusammengezogen πηχῶν, Lob. Phryn. 246, steht aber noch Xen. An. 4, 7, 16, – der Unterarm von der Handwurzel dis zum Armgelenk, der Ellenbogen, poet. auch der ganze Arm; ἀμφὶ δὲ ὃν φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκώ, Il. 5, 314, vgl. Od. 17, 38. 23, 240; λευκὸν ἐμβαλοῦσα πῆχυν στέρνοις, Eur. Or. 1466; Heracl. 728; τά τε τῶν βραχιόνων ὀστᾶ καὶ τὰ τῶν πήχεων, Plat. Tim. 75 a. – Am Bogen, der Bug in der Mitte zwischen den beiden Enden, der eine Art Griff bildete und beim Spannen zusammengezogen wurde, τόν ῥ' (ὀϊστόν) ἐπὶ πήχει ἑλών, ἕλκεν νευρήν, Od. 21, 419, ὁ δὲ τόξου πήχυν ἀνέλκεν, Il. 11, 375. 13, 583, wo man es auch = κέρατα erklärt. – Bei der Lyra sind πήχεις die beiden gebogenen Enden od. Griffe, zwischen denen der Steg angebracht ist, Her. 4, 192, Luc. D. D. 7, 4; der Steg selbst, Artemo bei Ath. XIV, 637 d; vgl. Hesych. u. Phot. – An der Wage, der Wagebalken, = ζυγός. – Auch das Richtscheit, ἀκαμπής, Leon. Tar. 28 (VI, 204). – Als Längenmaaß ist es die Weite von der Spitze des Ellenbogens bis zu der des Mittelfingers, Elle, ursprünglich 24 δακτύλους, 11/2 Fuß enthaltend, Her. 2, 175, der 1, 178 unterscheidet πῆχυς βασιλήϊος u. μέτριος, so daß der erstere um 3 δακτύλους größer ist als der letztere, welchem ὁ κοινός oder ἰδιωτικός entspricht, der auch der asiatische, samische, ägyptische heißt; vgl. Her. 2, 149. 168. Später = 2 Fuß entsprach er unserer Elle; aber bei Vermessung des Holzes und der Steine, πῆχυς τοῦ πριστικοῦ ξύλου u. λιθικός, ist er immer 11/2 Fuß gerechnet. – Ar. sagt übertr. καὶ κανόνας ἐξοίσουσι καὶ πήχεις ἐπῶν, Ran. 798. – Bei Sp. auch das gebogene Ende, der Winkel, Paul. Sil. ecphr. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
πῆχυς: -εως, ὁ, γεν. πληθ. πήχεων, παρὰ μεταγεν. συγγραφ. συνῃρ. πηχῶν, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 246· ― τὸ πρόσθιον μέρος τῆς χειρὸς ἀπὸ τοῦ ἀγκῶνος μέχρι τοῦ καρποῦ, Λατ. ulna, Ἱππ. 751C, 752Α κἑξ., Πολυδ. Β΄, 140· ἀντίθετ. τῷ βραχίων, Πλάτ. Τίμ. 75Α, Ξεν. Ἱππ. 12, 5· ― παρὰ τοῖς ποιηταῖς καθόλου, βραχίων, ἀμφὶ δὲ ὃν φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκὼ Ἰλ. Ε. 314, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 38, Ψ. 240· λευκὸν ἀντείνασα πῆχυν Βακχυλίδ. Ἀποσπ. 17 [24] Blass., πρβλ. Εὐριπ. Ὀρ. 1466· λαιὸν ἔπαιρε π. ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 728· μεταφορ., οἰνάς... θαλερῷ ἐπορέξατο πήχει αἰθέρος Ἴων Χῖος 1. 5 Bgk. ΙΙ. τὸ κεντρικὸν μέρος ἤτοι ἡ λαβὴ ἀρχαίου τόξου ἔνθα ἡνοῦντο τὰ δύο κέρατα, τὸν ῥ’ [τὸν ὀϊστὸν] ἐπὶ πήχει ἑλών... εἷλκεν νευρὴν Ὀδ. Φ. 419· ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν Ἰλ. Λ. 375, Ν. 583. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ κέρατα ἢ τὰ ἑκατέρωθεν μέρη τῆς λύρας κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ζυγὸν τὸ ἐγκάρσιον ξύλον ἐφ’ οὗ ἐστηρίζοντο αἱ χορδαί, Ἡρόδ. 4. 192 (ἔνθα λέγεται ὅτι ἦσαν ταῦτα πεποιημένα ἐκ τῶν κεράτων τοῦ ἐλαφοειδοῦς ζῴου ὄρυος)· πήχεις ἐναρμόσας καὶ ζυγώσας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7· 4· ἀλλὰ πῆχυς φαίνεται ὅτι σημαίνει ὡσαύτως τὸ ζυγόν, ἤτοι τὸ ἐγκάρσιον τεμάχιον πρὸς ὃ προσηλοῦντο τὰ κέρατα καὶ προσηρμόζοντο αἱ χορδαὶ διὰ κολλόπων, ἴδε Ἀρτέμ. παρ’ Ἀθην. 637C, καὶ αὐτόθι τὸν Schweigh. IV. ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ (ζυγαριᾶς), ἡ «φάλαγξ», Θεολ. Ἀριθμ. 29, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 32. V. ὡς μέτρον ἐκτάσεως ἡ ἀπόστασις ἡ ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ ἀγκῶνος μέχρι τοῦ ἄκρου τοῦ μικροῦ δακτύλου, Λατ. cubitus ἢ ulna, πῆχυς περιέχων 24 δακτύλους, ἢ 6 παλάμας (παλαστάς), ἢ περίπου, 0,46 τοῦ μέτρου, Πολυδ. Β΄, 158· τοῦτο καλεῖται: π. μέτριος παρ’ Ἡροδ. 1. 178 ἰδιωτικὸς ἢ κοινὸς παρὰ τοῦ Σχολ. εἰς Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 16· τούτου ὁ Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., διακρίνει τὸν π. βασιλήιον ὡς μακρότερον κατὰ τρεῖς δακτύλους, ὥστε ὁ βασιλικὸς ἢ Περσικὸς πῆχυς περιεῖχεν 27 δακτύλους ἢ περίπου 0,52 τοῦ μέτρου, πρβλ. 7. 117· ὁ δὲ Σάμιος καὶ ὁ Αἰγύπτιος ἦσαν σχεδὸν ἴσοι τῷ βασιλικῷ ἢ Περσικῷ, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 149, 168, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Böckh. Metrol. σ. 212· ― ὕστερον ὁ πῆχυς ἐμηκύνθη μέχρι περίπου 0,61 τοῦ μέτρου, ἀλλὰ κατὰ τὴν καταμέτρησιν ξύλου ἢ λίθου ἐτηρεῖτο τὸ παλαιὸν μέτρον, ὥστε: ὁ πῆχυς τοῦ πριστικοῦ ξύλου καὶ πῆχυς λιθικὸς ἦσαν ἀείποτε 0, 45, Ἥρων· πρβλ. Böckh. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) κανὼν πηχυαῖος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 799· π. ἀκαμπὴς Ἀνθ. Π. 6. 204, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 223, 224. VI. γωνία, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρασις Ἁγ. Σοφ. 150. VII. πήχεις, οἱ νᾶνοι παριστανόμενοι ἐν εἰκόσιν ὡς παίζοντες περὶ τὸν Νεῖλον, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 6, Φιλόστρ. 769. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. bâh-us, Ζενδ. bâz-us (ὁ βραχίων)· Ἀρχ. Σκανδ. bóg-r (armus)).
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
I. coude, p. ext. bras ; fig. coudée, aune, mesure de longueur valant 2 σπιθαμαί ou 6 παλασταί ou 24 δάκτυλοι;
II. p. anal.
1 courbure du milieu de l’arc;
2 οἱ πήχεις les extrémités recourbées d’une lyre, rejointes par une barre transversale;
3 οἱ πήχεις les figurines de petits hommes grands comme le coude, càd les Pygmées représentés sur les tableaux du dieu Nil comme folâtrant autour de lui.
Étym. skr. bahus, coude.
English (Autenrieth)
εος: elbow, then fore-arm, arm, Il. 21.166, Od. 17.38. Also centre-piece of a bow, joining the arms (horns) of the weapon, being the part grasped by the left hand in shooting, Il. 11.375, Od. 21.419. (For the manner of holding, see cuts Nos. 104, Heracles; 127, Paris; 63, 89, 90, Assyrians.)
English (Strong)
of uncertain affinity; the fore-arm, i.e. (as a measure) a cubit: cubit.