χωρίς

From LSJ
Revision as of 17:50, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωρίς Medium diacritics: χωρίς Low diacritics: χωρίς Capitals: ΧΩΡΙΣ
Transliteration A: chōrís Transliteration B: chōris Transliteration C: choris Beta Code: xwri/s

English (LSJ)

Adv., also χωρί, q. v.: (v. χῆρος):—

   A separately, apart, once in Il., 7.470; χ. μὲν πρόγονοι, χ. δὲ μέτασσαι, χ. δ' αὖθ' ἕρσαι Od.9.221, cf. 4.130, Sapph.Supp.20a.16, IG12.108.32, al.; χ. ἡ τιμὴ θεῶν A.Ag.637; κεῖται χ. ὁ νεκρός Hdt.4.62; χ. περὶ αὐτῶν ἑκάστου οἱ νόμοι κεῖνται Antipho 5.10; χίλια τάλαντα . . χ. θέσθαι set them apart, in reserve, Th.2.24; χ. οἰκεῖν live apart, have an independent establishment, D.4.36, 47.72; χ. γενόμενοι being separated, X.Cyr. 4.1.18; χ. ἀπ' ἀλλήλων Parm.8.56, Pl.Phd.98c; μή με χ. αἰτιῶ without evidence, S.OT608; χ. ποιῆσαι distinguish, Isoc.15.68; χ. βλέπειν look two ways, squint, Timocl.27.6; opp. κοινῇ, Isoc.12.160; opp. κοινόν, E.Hec.860; χ. δέ . . and separately, and besides, Th.2.13; separately, Lys.22.16, Plu.Arist.20; λέγειν χ. περὶ ἑκάστου Lexap.Aeschin.1.35; χ. καὶ ἐν μέρει Id.3.2; περὶ τὸ ἓν καὶ χ. about the one and without [the one] Arist.Ph.203a14; otherwise, χ. δὲ μηδαμῶς Pl.Lg.950c; χ. ἢ ὁκόσοι except so many as... Hdt.2.77; χωρὶς ἢ ὅσα D.C.53.21; χωρὶς ἤ ὅτι Hdt.1.94,4.61,82; also χ. εἰ μή (condemned by Ps.-Hdn.post Moer.p.462P.), Plu.2.698f, A.D.Pron. 91.8, al.; χ. πλήν Paus.1.34.4.    2 metaph., of different nature, kind, or quality, Semon.7.1; χ. τό τ' εἶναι καὶ τὸ μὴ νομίζεται E.Alc. 528; χ. τό τ' εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια S.OC808; χ. ᾤμην εἶναι τὸ συνεῖναί τε ἀλλήλοις διαλεγομένους καὶ τὸ δημηγορεῖν Pl.Prt.336b.    II as Prep. c. gen., without, A.Ag.926, etc.; without the help or will of, χ. Ζηνός S.Tr.1002(lyr.): after its case, πόνου χ. Id.El.915, cf. Theon. Sm.p.1H.    2 separate from, apart from, χ. ἀθανάτων Pi.O.9.41; χ. ἀνθρώπων στίβου S.Ph.487; χωρὶς ᾤκισται θεῶν E.Hec.2; χ. ὀμμάτων ἐμῶν Id.Or.272; ἡ ψυχὴ χ. τοῦ σώματος Pl.Phd.67a, etc.    3 independently of, without reckoning, Hdt.1.93, 106, 6.58; χ. τε γένους οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ' ἢ σοί A.Pr.293 (anap.); χ. δὲ τῆς δόξης οὐδὲ δίκαιόν μοι δοκεῖ . . Pl.Ap.35b.    4 differently from, otherwise than, χ. μυρηρῶν τευχέων πνέων A.Fr.180.5; χ. δήπου σοφία ἐστίν ἀνδρείας Pl.La.195a, cf. D.19.13.

German (Pape)

[Seite 1388] 1) advb., gesondert, getrennt, besonders, einzeln; Hom. χωρὶς δ' αὖθ' Ἑλένῃ πόρε δῶρα, Od. 4, 130, u. öfter; χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι 9, 221; χωρὶς ἡ τιμὴ θεῶν Aesch. Ag. 623; Soph. O. C. 812; κεῖται χωρὶς ὁ νεκρός Her. 4, 62; χωρὶς ἤ, außer, χωρὶς ἢ ὁκόσοι, ausgenommen so viel wie, 2, 77; χωρὶς ἢ ὅτι, ausgenommen daß, 1, 94. 130. 164. 4, 61. 82; Plat. oft, χωρὶς ἀφελόντες ἀπὸ τῶν ἄλλων Polit. 258 c; χωρὶς διαιρεῖν, διαλαβεῖν u. ä.; über χωρὶς εἰ, χωρὶς εἰ μή u. χωρὶς πλήν vgl. Lob. zu Phryn. p. 459; χωρὶς οἰκεῖν, abgesondert wohnen, seine eigne Wirthschaft haben, Dem. 47, 35 u. öfter; Ggstz von κοινῇ Isocr. 12, 160. – Uebtr., verschiedenartig, von verschiedener Beschaffenheit, Simonds. mul. 1; vgl. Schäf. Theogn. 91; χωρὶς γενόμενοι, in verschiedene Schaaren getheilt, Xen. Cyr. 4, 1,18; – anders, von anderer Art, Soph. O. R. 208; – außerdem, Plat. Legg. XII, 950 c. – 2) praepos. c. genit., getrennt wovon, ohne; χωρὶς ἀθανάτων Pind. Ol. 9, 44; Aesch. Ag. 900; μή μ' ἀφῇς ἐρῆμον οὕτω χωρὶς ἀνθρώπων στίβου Soph. Phil. 485, u. oft; χωρὶς εἶναι ἀλλήλων, im Ggstz von ὁμοῦ εἶναι, Xen. Cyr. 6, 1,7; χωρὶς ὀμμάτων ἐμῶν, fern von meinen Augen, Eur. Or. 272; abgesehen wovon, außer, Her. 1, 93. 106. 6, 58; χωρίς τε γένους οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ' ἢ σοί Aesch. Prom. 290; – verschieden wovon, anders als, χωρὶς δήπου σοφία ἐστὶν ἀνδρείας Plat. Lach. 195 a, u. öfter, wie Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χωρίς: Ἐπίρρ., ὡσαύτως, χῶρι, ὃ ἴδε· (ἴδε ἐν λ. χῆρος)· - «χωριστά», κεχωρισμένως ἀπὸ τῶν ἄλλων, κατ’ ἰδίαν, ἅπαξ ἐν Ἰλ. Ζ. 470· χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ’ αὖθ’ ἕρσαι Ὀδ. Ι. 221, πρβλ. Δ. 130, κλπ.· χ. ἡ τιμὴ θεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 637· μή με χ. αἰτιῶ, χωρὶς αἰτίας, χωρὶς ἀποδείξεων, Σοφ. Ο. Τ. 608 κεῖται χ. ὁ νεκρὸς Ἡρόδ. 4. 62· χ. κεῖνται οἱ νόμοι περί τινος Ἀντιφῶν 140. 23· χίλια τάλαντα ... χ. θέσθαι, χωριστά, κατὰ μέρος, Θουκ. 2. 24· χ. οἰκεῖν, κατοικεῖν χωριστά, ἰδιαιτέρως, Δημ. 50. 22., 1161. 15· χ. γενόμενοι, χωρισθέντες, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 18· χ. ποιεῖν, διακρίνειν, Ἰσοκρ. 342D· παραδόξως: χωρὶς βλέπειν, δηλ. κατὰ δύο διευθύνσεις, περὶ τοῦ Καλλιμέδοντος ὃς ἦν διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, δηλ. «ἀλλοίθωρος», Τιμοκλῆς ἐν «Πολυπράγμονι» 1· ἀντίθετ. τῷ κοινῇ, Ἰσοκρ. 266D· τῷ κοινὸν Εὐρ. Ἑκ. 860· χ. δέ ..., καὶ χωριστά, καὶ προσέτι, Θουκ. 2. 13· ἀντίθετ. τῷ ἰδίᾳ μέν, Πλουτ. Ἀριστείδ. 20· χωριστά, καθ’ ἕκαστον, Λυσίας 165. 35· χ. λέγειν Αἰσχίν. 5.32, πρβλ. 54. 8· τὸ χ., τὸ διαιρούμενον, τὸ διαιρετόν, τὸ ἕν καὶ χ. Ἀριστ. Φυσικ. 3. 4, 4· - προσέτι, ἐκτός, χ. δὲ μηδαμῶς Πλάτ. Νόμ. 950C· - χ. ἢ ὁκόσοι, πλὴν ὅσοι ..., Ἡρόδ. 2. 77· χωρὶς ἢ, ἐκτὸς ὅτι, χωρὶς ἢ ὅτι τὰ θήλεα τέκνα καταπορνεύουσι ὁ αὐτ. 1. 94· χωρὶς ἢ ὅτι, ἐκτὸς ὅτι, χωρὶς ἢ ὅτι πολλῷ μέζονας ὁ αὐτ. 4.61, 82· - περὶ τοῦ χωρὶς εἰ, χωρὶς εἰ μή, καὶ χωρὶς πλήν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 459· χ. ἀπ’ ἀλλήλων Πλάτ. Φαίδ. 98C. 2) μεταφορ., διαφόρου φύσεως, εἴδους ἢ ποιότητος, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6.1, πρβλ. Schäfer εἰς Θέογν. 91· χ. τό τ’ εἶναι καὶ τὸ μὴ νομίζεται Εὐρ. Ἄλκ. 528· χ. τὸ τ’ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια Σοφ. Ο. Κ. 808· χ. ᾤμην εἶναι τὸ συνεῖναί τε διαλεγομένους καὶ τὸ δημηγορεῖν Πλάτ. Πρω. 336Β· πρβλ. ἀμφὶς ΙΙ, ἐν τέλει. ΙΙ. ὡς πρόθ., μετὰ γεν., ἄνευ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 926, Σοφ. Ἠλ. 945, κτλ.· ἄνευ τῆς βοηθείας ἢ θελήσεώς τινος, χ. Ζηνός Λατ. sine Diis, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1003. 2) χωριστὰ ἀπό τινος, μακρὰν ἀπό τινος, χ. ἀθανάτων Πινδ. Ο. 9. 61· χ. ἀνθρώπων στίβου Σοφ. Φιλ. 487· χωρὶς ᾤκισται θεῶν Εὐρ. Ἑκ. 2· χ. ὀμμάτων ἐμῶν ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 272· ἡ ψυχὴ χ. τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδ. 67Α, κλπ. 3) ἀνεξαρτήτως ἀπό τινος, χωρὶς νὰ ὑπολογίσῃ τις ἢ χωρὶς νὰ ἀναφέρῃ ..., ἐκτὸς τῶν ἄλλων, προσέτι, Ἡρόδ. 1. 93, 106., 6. 58· χ. γένους οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ’ ἢ σοὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 290· χ. δὲ τῆς δόξης οὐδὲ δίκαιόν μοι δοκεῖ ... Πλάτ. Ἀπολ. 35Β. 4) διαφόρως ἀπό τινος, ἄλλως πως ἤ, χ. μυρηρῶν τευχέων πνέουσ’ ἐμοὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179, Πλάτ. Λάχ. 195Α, πρβλ. Δημ. 345. 6.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
séparément :
I. à part : χωρὶς εἶναι XÉN être séparé ; χωρὶς μὲν…, χωρὶς δέ, d’un côté…, de l’autre ; χωρὶς οἰκεῖν DÉM habiter à part ; χωρὶς ποιεῖν ISOCR distinguer ; χωρίς τινι διδόναι IL ou πορεῖν OD donner qch à qqn en particulier ; p. suite :
1 séparément de, à part : ἡ ψυχὴ χωρὶς τοῦ σώματος PLAT l’âme séparément du corps ; loin de : χωρὶς ἀνθρώπων, à l’écart des hommes, loin des hommes ; χωρίς τινος, ἀπό τινος, loin de qqn ou de qch;
2 sans, avec le gén.;
3 à part, à l’exception de, outre, gén. : χωρὶς τούτων, à part cela, outre cela ; au commenc. d’une phrase, en outre ; χωρὶς ἡ ὁκόσαι HDT excepté toutes celles qui ; χωρὶς ἤ, χωρὶς ὅτι, χωρὶς ἢ ὅτι, excepté que ; θαυμασία δ’ ἡ χώρη οὐκ ἔχει χωρὶς εἰ ὅτι ποταμούς HDT le pays n’a rien de remarquable, excepté les fleuves ; χωρὶς εἰ μή, χωρὶς ἂν μή, excepté si, à moins que, etc.
II. différemment : χωρὶς τό τ’ εἶναι καὶ τὸ μὴ νομίζεται EUR être ou n’être pas sont réputés choses différentes ; χωρὶς τά τ’ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια SOPH parler beaucoup et à propos sont choses différentes.
Étymologie: cf. χῆρος.

English (Autenrieth)

separately, apart, by oneself.

English (Slater)

χωρίς prep, c. gen.,
   1 apart from ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων (O. 9.41)

English (Strong)

adverb from χώρα; at a space, i.e. separately or apart from (often as preposition): beside, by itself, without.