παραμυθέομαι
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
A encourage, exhort one to do a thing, c. dat. pers. et inf., τοῖς ἄλλοισιν ἐγὼ παραμυθησαίμην οἴκαδ' ἀποπλείειν Il.9.417, cf. 684, 15.45 : later c. dat. pers. only, PFay.19.6 (ii A. D.) : also c. acc. pers. et inf., πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι; Pl.Lg. 666a ; παραμυθοῦ μ' (sc. ποιεῖν) ὅ τι καὶ πείσεις A.Pr.1063 (anap.); θαρσεῖν (sc. σε) οὐδὲν παραμυθοῦμαι S.Ant.935 (anap.). 2 speak soothingly to, c. acc., παρεμυθεῖτο attempted to reassure them, Th.3.75, cf. Pl.R.476e, etc.; encourage a dog, X.Cyn.6.25 : metaph., παραμυθεῖται ὁ σκάφος τὴν διψῶσαν ἄμπελον Gp.3.5.4 ; console, comfort, τινα Hdt.2.121.δ', Th.2.44, Alcid.Soph.10, Pl.Prt.346b, al.; ἡ φιλοσοφία τὴν ψυχὴν ἠρέμα παραμυθεῖται Id.Phd.83a ; π. τινὰ λόγοισι Ar.V.115 ; τινὰ ὀψαρίοις Id.Fr.45 ; τινὰ ἐπὶ τῇ κολάσει Luc. Tox.33 ; ἑαυτὸν τῆς ἥττης D.C.48.46 ; ταῖς ἐλπίσιν τἀλγεινὰ π. Men. 641 : c. neut. Adj., πόλλ' ἂν εἶχέ τις αὑτὸν παραμυθήσασθαι D.21.214 ; π. τὰς πόλεις ὡς . . console . . by saying that... X.HG4.8.1. 3 relieve, assuage, abate, π. ὁ οἶνος τὴν τοῦ γήρως δυσθυμίαν Thphr.Fr. 120 ; Ἐπίκουρος τἀποθνῄσκειν π. Demetr.Lac.Herc.1013.13 ; ᾄδουσιν ἡσυχῇ τὸ ἔργον -ούμενοι D.Chr.1.9 ; π. τὰς ἐν στρατοπέδοις συμφοράς Onos.1.13 ; π. τὸν φθόνον, τὸ πένθος, τὴν ξυμφοράν, Plu.Alc.13, Luc. Philops.27, DMort. 28.3 ; [θρίδακες] κόρυζαν π. Gp.12.13.11 ; πῦρ ἀνάψαντες τὸ πικρὸν τοῦ κρυμοῦ π. Alciphr.1.1. 4 soflen down, palliate, τὸ τῆς μοναρχίας ὄνομα Plu.Cleom.11 ; διὰ τῶν τῆς γοργότητος ἰδίων τὸ λίαν ὕπτιον Hermog.Id.2.4 ; explain away, τὸ μυθῶδες Plu.2.248b ; excuse, τὴν ἀπὸ μικρῶν ἐπίκλησιν Str.13.1.64. 5 support, justify a thesis, S.E.M.7.66, al., cf. παραμυθητέον 3 ; explain, Simp. in Ph.9.32.
German (Pape)
[Seite 490] zureden, um zu ermuntern u. zu trösten, c. inf., τινί, τοῖς ἄλλοισιν ἐγὼ παραμυθησαίμην οἴκαδ' ἀποπλείειν, Il. 9, 417; 15, 45; ἄλλο τι φώνει καὶ παραμυθοῦ μ' ὅ,τι καὶ πείσεις, Aesch. Prom. 1065; θαρσεῖν οὐδὲν παραμυθοῦμαι, Soph. Ant. 926; Ar. Vesp. 115; οὐκ ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢ παραμυθήσομαι, Thuc. 2, 44; δεώμεθα καὶ παραμυθώμεθα, Plat. Euthyd. 288 c; πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι, Legg. II, 666 a; Xen. u. Folgde; τοὺς δυστυχοῦντας, Alcid. sophist. 675, 1; Sp. euch συμφοράς u. ä., über ein Unglück trösten, einen Schaden od. Verlust ersetzen, ein Leiden erleichtern.
Greek (Liddell-Scott)
παραμῡθέομαι: ἀποθ., παραινῶ, προτρέπω τινὰ νὰ πράξῃ τι, μετὰ δοτ. προσ. κ. ἀπαρ., τοῖς ἄλλοισιν ἔφη παραμηθήσασθαι οἴκαδ’ ἀποκλείειν Ἰλ. Ι. 417, 684, πρβλ. Ο. 45. μετέπειτα, μετ’ αἰτ. προσ. κ. ἀπαρ., πῶς οὖν αὐτοὺς παραμυθησόμεθα προθύμους εἶναι Πλάτ. Νόμ. 666Α· παραμυθοῦ με (ἐξυπακ. ποιεῖν) ὅ τι καὶ πείσεις Αἰσχύλ. Πρ. 1063
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
I. exhorter :
1 conseiller : τινα avec l’inf., à qqn de;
2 encourager : τινα qqn;
3 consoler, réconforter : τινα qqn;
4 calmer par de bonnes paroles, acc.;
II. écarter ou atténuer par une explication indulgente, acc..
Étymologie: παρά, μυθέομαι.
English (Strong)
from παρά and the middle voice of a derivative of μῦθος; to relate near, i.e. (by implication) encourage, console: comfort.
English (Thayer)
παραμυθοῦμαι; 1st aorist παρεμυθησαμην; from Homer down; to speak to, address one, whether by way of admonition and incentive, or to calm and console; hence, equivalent to to encourage, console: τινα, τινα περί τίνος, John 11:19.