απαγωγή

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπαγωγή) απάγω
1. αρπαγή ατόμου από τον τόπο της διαμονής του με τη βία ή με τη θέληση του
2. φρ. «ἀπαγωγὴ ἐς ἄτοπον» — αποδεικτική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την απόδειξη προτάσεων της μορφής «αν ισχύει η υπόθεση π, τότε ισχύει και το συμπέρασμα τ
αρχ.
1. το να οδηγείται κάποιος μακριά, η απομάκρυνση κάποιου
2. το να οδηγείται κάποιος στην αιχμαλωσία
3. χωρισμός
4. πληρωμή («φόρου ἀπαγωγή», Ηρόδ.)
5. (Αττίκ. Δίκ.) α) συνοπτική διαδικασία κατά την οποία οποιοσδήποτε πολίτης συνελάμβανε επαυτοφώρω κάποιον να διαπράττει αδίκημα είχε το δικαίωμα να τον οδηγήσει ενώπιον των αρχόντων
β) έγγραφη καταγγελία που παρέδιδαν στους άρχοντες
6. (στη Λογ.) μετατόπιση της βάσης επιχειρήματος
7. φρ. «ἡ εἰς τὸ ἀδύνατον ἀπαγωγή» — έμμεση απόδειξη.