διαπασσαλεύω
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
Att. διαπατταλεύω, stretch out by nailing the extremities, πρὸς σανίδα Hdt.7.33; of a hide peg ged out for tanning, Ar.Eq. 371, cf. Plu.Art.17.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. διαπατταλεύω
sujetar con clavos, clavar como suplicio ἄνδρα ... ζῶντα πρὸς σανίδα Hdt.7.33, τὸ δέρμα Plu.Art.17, ἥλῳ ... τὰ στήθη Sch.A.Pr.64bH., en v. pas. διαπατταλευθήσει χαμαί serás clavado en tierra Ar.Eq.371.
German (Pape)
[Seite 594] ausspannen u. annageln, beim Kreuzigen, Her. 7, 33; Plut. Artax. 17; Leder, Ar. Equ. 369.
French (Bailly abrégé)
clouer qqn les membres écartés, crucifier.
Étymologie: διά, πασσαλεύω.
Syn. σταυρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπασσαλεύω, Ion. voor διαπατταλεύω.
Russian (Dvoretsky)
διαπασσᾰλεύω: атт. διαπατταλεύω
1 пригвождать, распинать (τινὰ ζώοντα πρὸς σανίδα Her.);
2 распяливать на гвоздях (sc. τὴν βύρσαν Arph.; τὸ δέρμα Plut.).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
διαπασσᾰλεύω: Αττ. διαπαττ-, μέλ. -σω, τεντώνω καρφώνοντας τα άκρα σταυρωτά, όπως κατά τη διάρκεια της σταύρωσης, σε Ηρόδ.· τεντώνω και καρφώνω μια προβιά για να την κατεργαστώ, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
διαπασσᾰλεύω: Ἀττ. διαπαττ-, τεντώνω καρφώνων τὰ ἄκρα, ὡς κατὰ τὴν σταύρωσιν, Ἡρόδ. 7. 33· ἐπὶ δορᾶς ἐκτεταμένης οὕτω πρὸς κατεργασίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 371, πρβλ. Πλούτ. Ἀρτοξ. 17.
Middle Liddell
Attic διαπαττ- fut. σω
to stretch out by nailing the extremities, as in crucifixion, Hdt.: to stretch out a hide for tanning, Ar.