ενθέτω
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
Greek Monolingual
και εντίθημι (AM ἐντίθημι)
τοποθετώ κάτι μέσα σε άλλο, παρενθέτω, παρεμβάλλω
αρχ.
1. μτφ. εμβάλλω, προσφέρω αγαθό που λείπει («νῦν δ' ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῦν», Φερεκρ.)
2. (ιδίως για νήπια) βάζω κάτι στο στόμα
3. τοποθετώ ανάμεσα, παρεμβάλλω
4. (και μέσ.) βάζω επάνω, τοποθετώ
5. επιθέτω
6. τοποθετώ κάτι σε αρχείο
7. καταθέτω, διατυπώνω, εκθέτω
8. ενοφθαλμίζω, μπολιάζω
9. ιατρ. (για καυτηρίαση) προκαλώ
10. μέσ. τρώγω («ἐνθοῦ» — φάγε, Αριστοφ.).