θαλάμη
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
English (LSJ)
ἡ,
A lurkingplace, den, lair, πουλύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο Od.5.432, cf.Arist.HA 599b15, Numen. ap. Ath.7.315b; of the σωλήν and polypus, Arist.HA 535a17, 549b32; of the nest of the fish φωλίς, ib.621b9; of the Theban dragon's den, E.Ph.931 (pl.); of the cave of Trophonius, Id.Ion 394 (pl.); of the grave, Id.Supp.980 (anap., pl.); of the hive or nest of bees, in plural, AP6.239 (Apollonid.), 9.404 (Antiphil.); cj. in E.Ba.561 (v. θάλαμος ΙΙ).
2 of cavities in the body, Hp.de Arte 10(pl.); ventricle of the heart, Arist.Somn.Vig.458a17; of the pores of sponges, Id.HA548a28; the nostrils, Poll.2.79; αὕτη τῶν κοιλιῶν ἡ οἷον θ. of the (Galenic) optic thalamus, Gal.UP16.3; of recesses in the cranial bones, ib.11.3; of the eye-socket, Steph.in Hp.1.93D.
II = θάλαμος III, Luc. Nav.2.
German (Pape)
[Seite 1181] ἡ (vgl. θάλαμος), Lager, Aufenthalt, Schlupfwinkel, bes. der Fische u. Wasserthiere, πολύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο Od. 5, 432; vgl. Arist. H. A. 8, 3, 5 u. öfter; τὰς ἐμβυθίους θαλάμας δύνειν εἰώθασιν αἱ πίνναι Ath. III, 93 f. – Allgemeiner Eur. ὃς γᾶς ἐξέβα θαλαμῶν, Herc. Für. 807; ἐν ταῖς πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμαις Bacch. 561; θαλάμαις σφαγέντα Phoen. 938; sp. D., wie Nic. Al. 8; Luc. Navig. 2. – Nach Poll. 2, 79 sind αἱ θαλάμαι die Nasenhöh. lungen.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 abri ou gîte d'un animal;
2 chambre.
Étymologie: θάλαμος.
Russian (Dvoretsky)
θᾰλάμη: (ᾰμ) ἡ
1 логовище, нора (πουλύποδος Hom.; σωλήνος Arst.; ἰχθύων Arst.);
2 pl. пещера (Τροφωνίου Eur.);
3 pl. ущелья (Ὀλύμπου Eur.);
4 pl. место погребения, могила (Καπανέως Eur.);
5 анат. полость, желудочек (αἱ ἐν τῇ καρδίᾳ θαλάμαι Arst.);
6 pl. поры (τῶν σπόγγων Arst.);
7 pl. (в сотах) ячейки (κηροπαγεῖς θαλάμαι Anth.);
8 комната, помещение (ἐκ τῆς θαλάμης προελθεῖν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλάμη: ᾰ, ἡ, κοίτη, φωλεά, «τρῦπα», συνήθ. ἐπὶ ἰχθύων ζώντων ἐντὸς σπιλάδων, πολύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο Ὀδ. Ε. 432· καὶ οὕτω παρ’ Ἀριστ., ἐπὶ τοῦ σωλῆνος (κοιν. σουλίνας) 4. 8, 32· ἐπὶ τοῦ πολύποδος, 9. 37, 21, πρβλ. 8. 15, 4, κτλ.· οὕτως ἐπὶ τοῦ σπηλαίου τοῦ ἐν Θήβαις δράκοντος, Εὐρ. Φοιν. 931· ἐπὶ τοῦ σπηλαίου τοῦ Τροφωνίου (ἐν τῷ πληθ.), ὁ αὐτ. Ἴωνι 394· ἐπὶ τάφου, ὁ αὐτ. Ἰκέτ. 980· ἐπὶ τῶν κυψελῶν τῶν μελισσῶν, Ἀνθ. Π. 6. 239., 9. 404. 2) ἐπὶ κοιλοτήτων ἐντὸς τοῦ σώματος, ὁ θάλαμος ἢ ἡ κοιλία τῆς καρδίας, Ἀριστ. π. Ὕπν. 3, 28· ― πληθ., αἱ κοτύλαι τῶν ἁρμῶν, Ἱππ. 6. 38· οἱ πόροι τῶν σπόγγων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 16, 2· τὰ κοιλώματα τῆς ῥινός, οἱ ῥώθωνες, μυκτῆρες, μυξωτῆρες, Πολυδ. Β΄, 79. ΙΙ. = θάλαμος ΙΙΙ, Λουκ. ἐν Πλοίῳ 2.
English (Autenrieth)
bed, hole, of an animal, Od. 5.432†.
Greek Monolingual
η (AM θαλάμη)
το θαλάμι, η τρύπα στην οποία ζουν υδρόβια ζώα («πουλύποδος θαλάμης έξελκομένοιο», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
κοίλωμα τών φορητών όπλων, καθώς και τών πυροβόλων, το οποίο χρησιμεύει για την υποδοχή του βλήματος
αρχ.
1. σπήλαιο, κοίλωμα του εδάφους
2. κοιλότητα του σώματος
3. (ουδ. πληθ.) αἱ θαλάμαι
τα ρουθούνια
4. θάλαμος στο πλοίο και ιδιαίτερα στο κατώτατο μέρος όπου εργάζονταν οι θαλαμίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του θάλαμος με μεταβολή γένους].
Greek Monotonic
θᾰλάμη: [ᾰ], ἡ,
I. τόπος ενέδρας, τρύπα, φωλιά, σπηλιά, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· λέγεται για τον τάφο, στον ίδ.·
II. θάλαμος III, σε Λουκ.
Middle Liddell
θᾰ˘λάμη, ἡ,
I. a lurking-place, den, hole, cave, Od., Eur.; of the grave, Eur.
II. = θάλαμος III, Luc.