ιπνός
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Greek Monolingual
ἰπνός, ὁ (ΑΜ)
κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το μαγειρείο
2. λαμπτήρας, φανός
3. αποχωρητήριο, κοπρώνας, σωρός κοπριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρ' όλο που μαρτυρείται ήδη στα Μυκηναϊκά, στον τ. i-po-no, η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Έχει συνδεθεί με το αγγλοσαξ. ofen, το αρχ. άνω γερμ. ovan, το αγγλ. oven, το πρωτογερμ. ofna-κ.ά., όλα με τη σημασία «φούρνος», καθώς και με το αρχ. ινδ. ukhā- «δοχείο, κατσαρόλα», με σκοπό να αναχθούν όλα σε ΙΕ ρίζα με χειλοϋπερωικό σύμφωνο. Η διαφορά του αρνητικού φθόγγου όμως, καθώς και η δασύτητα που μαρτυρείται σε ορισμένες περιπτώσεις στην Ελληνική (όπως στη γλώσσα του Ησυχίου 'Εφιπνος
Ζεὺς ἐν Χίῳ) δεν ερμηνεύονται ικανοποιητικά.
ΠΑΡ. αρχ. ιπνεύω, ιπνίον, ίπνιος, ιπνίτης, ιπνιών, ιπνώ, ιπνών.
ΣΥΝΘ. αρχ. ιπνοκαής, ιπνοκαύστης, ιπνοκαύτης, ιπνοκήιον, ιπνολέβης, ιπνολεβήτιον, ιπνοπλάθης, ιπνοπλάθος, ιπνοπλάστης, ιπνοποιός].