κατάληψη
Greek Monolingual
η (AM κατάληψις) καταλαμβάνω
1. το να καταληφθεί, να κυριευθεί τοποθεσία, πόλη κ.λπ., κατάκτηση
2. το να καταλάβει, να συλλάβει με τον νου κάποιος κάτι, η κατανόηση
3. το να καταληφθεί, να πιαστεί κάποιος τη στιγμή που διαπράττει αδίκημα
νεοελλ.
στρ. η είσοδος στο έδαφος του αντιπάλου, μετά από μάχη ή χωρίς μάχη, η οποία αν γίνει μετά από πολιορκία χαρακτηρίζεται συν. ως άλωση ή, αν γίνει για δεύτερη φορά στην ίδια χρονική περίοδο, λέγεται ανακατάληψη
αρχ.
1. προσβολή, επίθεση
2. κατοχή, κτήση («καταλήψεις πολέμου» — εχθρική κατοχή, Αππιανός)
3. η άσκηση επιρροής σε κάποιον
4. η δοκιμή τών χορδών μουσικού οργάνου με τα δάχτυλα ή με πλήκτρο για να εξακριβωθεί αν αποδίδουν τον σωστό ήχο
5. ιατρ. α) η πίεση με τα δάχτυλα επιδέσμων ή εργαλείων για να συγκρατηθεί η ροή του αίματος
β) κράτηση, επίσχεση, η οποία προκαλείται από έμφραξη («κατάληψις ούρων, χυμών, πνεύματος» Γαλην.)
γ) η καταληψία.