κατορθώνω

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ κατορθῶ, κατορθόω, Μ και κατορθώνω)
φέρνω κάτι σε αίσιο τέλος, εκτελώ κάτι με επιτυχία, καταφέρνω να κάνω κάτι, επιτυγχάνω (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῦσιν», Πλάτ.)
μσν.
1. μέσ. κατορθοῦμαι, κατορθόομαι
συγκρατούμαι
2. φρ. «κατορθώνω εἰς τέφραν» — αποτεφρώνω
μσν.-αρχ.
τακτοποιώ, βάζω σε τάξη («αἱ δὲ λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ κηρία»)
αρχ.
1. στήνω κάτι όρθιο, ανεγείρω («λαβοῦ, πάτερ μου, καὶ κατόρθωσον δέμας», Ευρ.)
2. ιατρ. (για σπασμένο ή εξαρθρωμένο οστό) επαναφέρω στη σωστή θέση, ανατάσσω
3. επανορθώνω, διορθώνωπολλά τοι σμικροί λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς», Σοφ.)
4. φρ. «ὁ κατορθῶν φρένα» — αυτός που έχει ορθή νοημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀρθῶ «σηκώνω»].