παρατήρησις
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A observation, διειλημμένοι εἰς παρατήρησιν kept under surveillance, Aen. Tact. 10.25; παρατηρήσεις ἄστρων D. S. 1.28, cf. 5.31; ππαρατήρησις παθέων ἀλλοτρίων IG42(1).687.14 (Epid., ii A. D.); ποιεῖσθαι τὴν π. Plu.2.36 3b; μετὰ παρατηρήσεως so that it can be observed, Ev. Luc. 17.20: in bad sense, close observation, to detect faults, etc., Plb. 16.22.8; ἐνέδρα καὶ π. Plu. 2.266b; empirical observation, opp. λογισμός, Gal.1.127; so κατὰ ἱστορίαν ἢ παρατήρησιν Phld.Rh. 1.40 S.
2. observance of rules, etc., D.T.629.21.
3. remark, note, παρατηρήσεως ἄξια Longin.23.2, cf. Sch.Ar.Ra.1258; ψιλὴ παρατήρησις bare notice, A.D.Pron.41.8.
German (Pape)
[Seite 503] ἡ, das daneben od. dabei Beobachten, τῶν ἄστρων D. Sic. 1, 28, u. A. von Beobachtung der Vogelzeichen; – das Beobachten und Auflauern, Pol. 16, 22, 8; καὶ ἐνέδρα, Plut. qu. Rom. 9; – παρατήρησιν ποιεῖσθαι, beobachten, Is. et Os. 31.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 observation (des astres, des augures, etc.);
2 action d'épier, surveillance.
Étymologie: παρατηρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρατήρησις -εως, ἡ [παρατηρέω] waarneming, observatie:. μετὰ παρατηρήσεως op waarneembare wijze NT Luc. 17.20.
Russian (Dvoretsky)
παρατήρησις: εως ἡ
1 наблюдение (τῶν ἄστρων Diod.): τὴν παρατήρησιν ποιεῖσθαι Plut. наблюдать; μετὰ παρατηρήσεως NT заметным образом;
2 высматривание, подстерегание (π. καὶ ἐνέδρα Plut.).
English (Strong)
from παρατηρέω; inspection, i.e. ocular evidence: obervation.
English (Thayer)
παρατηρήσεως, ἡ (παρατηρέω), observation (Polybius 16,22, 8), Diodorus, Josephus, Antoninus, Plutarch, others): μετά παρατηρήσεως, in such a manner that it can be watched with the eyes, i. e. in a visible manner, Luke 17:20.
Greek Monotonic
παρατήρησις: ἡ, παρατήρηση, παρακολούθηση, μετὰ παρατηρήσεως, έτσι ώστε αυτό να μπορεί να παρατηρηθεί, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
παρατήρησις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἄστρων Διόδ. 1. 28, πρβλ. 5. 31· π. παθέων ἀλλοτρίων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. σ. XIX· ποιεῖσθαι τὴν π. Πλούτ. 2. 363Β· οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὕτως ὥστε νὰ δύναται νὰ παρατηρηθῇ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 20· - ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐκ τοῦ πλησίον παρατήρησις πρὸς ἀνακάλυψιν σφαλμάτων κλπ., Πολύβ. 16 22, 8, πρβλ. Πλούτ. 2. 266Α. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., παρατήρησις, σημείωσις, Λογγῖν. 23, Σχολ.
Middle Liddell
παρατήρησις, εως,
observation, μετὰ παρατηρήσεως so that it can be observed, NTest.
Chinese
原文音譯:parat»rhsij 爬拉-帖雷西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-保存(著)
字義溯源:檢視,觀察,眼見的;源自(παρατηρέω)=在旁檢視,窺探);由(παρά)*=旁,出於)與(τηρέω)=防守)組成;其中 (τηρέω)出自(τήρησις)X*=守望)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 眼見的(1) 路17:20
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό παρατηρέω -ῶ → παρά + τηρῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
observation
Albanian: vrojtim; Arabic: رَصْد, مُشَاهَدَة, مُرَاقَبَةٌ; Armenian: դիտողություն; Azerbaijani: müşahidə; Belarusian: назіранне, нагляданне, нагляд; Bulgarian: наблюдение; Burmese: အမှတ်အသား; Catalan: observació; Cebuano: paniid; Chinese Mandarin: 觀察, 观察; Czech: pozorování; Danish: iagttagelse, observation,bemærkning; Dutch: waarneming; Estonian: vaatlus; Finnish: havainnointi, havaitseminen; havaituksi tuleminen; French: observation; Georgian: დაკვირვება; German: Beobachtung; Gothic: 𐌰𐍄𐍅𐌹𐍄𐌰𐌹𐌽𐍃; Greek: παρατήρηση; Ancient Greek: σκέψις; Hebrew: תַּצְפִּית, צְפִיָּה; Hindi: अवलोकन, प्रेक्षण; Hungarian: megfigyelés; Italian: osservazione; Japanese: 観察; Kazakh: бақылау; Khmer: គំនន់, វិលោកនៈ; Korean: 관찰; Kyrgyz: байкоо; Latin: observatio, animadversio, notatio; Latvian: novērošana; Lithuanian: stebėjimas; Macedonian: набљудување; Malay: pemerhatian, pencerapan; Malayalam: നിരീക്ഷണം; Mongolian Cyrillic: ажиглалт; Mongolian: ᠠᠵᠢᠭᠯᠠᠯᠲᠠ; Norwegian Bokmål: observasjon; Persian: مشاهده, ارصاد, نپاهش; Polish: obserwacja, spostrzeżenie, ogląd; Portuguese: observação; Romanian: observare, observație; Russian: наблюдение; Serbo-Croatian Cyrillic: опажа̄ње, посматрање; Roman: opážānje, posmatranje; Slovak: pozorovanie; Slovene: opazovanje; Spanish: observación, vigilancia; observancia; Swedish: observation, iakttagelse; Tajik: мушоҳида; Telugu: పరిశీలన; Thai: การสังเกต; Turkish: gözlem; Ukrainian: спостереження, наглядання, нагляд, назирання; Urdu: مشاﮩده; Uzbek: nazorat; Vietnamese: sự quan sát; Yiddish: אָבסערוואַציע