περιβόλαιον

From LSJ

Ἀνθρώποισι γὰρ τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν → It is common to all of humanity to make mistakes

Sophocles, Antigone, 1023-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβόλαιον Medium diacritics: περιβόλαιον Low diacritics: περιβόλαιον Capitals: ΠΕΡΙΒΟΛΑΙΟΝ
Transliteration A: peribólaion Transliteration B: peribolaion Transliteration C: perivolaion Beta Code: peribo/laion

English (LSJ)

τό, (περιβάλλω)
A that which is thrown round, covering, θανάτου περιβόλαια = corpse-clothes, E.HF549; σαρκὸς περιβόλαια ἡβῶντα = youthful incasements of flesh, i.e. youth, manhood, ib.1269, cf. PStrassb.91.9 (i B. C.); freq. in LXX, De.22.12, al. (metaph., περιβόλαιον χαλκοῦν ἡ ἰσχύς σου Je.15.12); woman's headgear, 1 Ep.Cor.11.15; covering for the feet, Plu.Arat.43; chariot-cover, Id.Alex.67; bedcover, Gal.18(1).103; padding, περιβόλαια σπληνῶν ib.(2).381; dressing-gown, warm wrap, Herod.Med. ap. Orib.10.18.13, Archig. ap. Gal.13.264.
II = περίβολος ΙΙ.2, CIG4590 (Palestine).

German (Pape)

[Seite 570] τό, was man umwirft, Umwurf, Kleid; θανάτου περιβόλαι' ἀνήμμεθα, Eur. Herc. Fur. 549; auch σαρκὸς περιβόλαια ἐκτησάμ ην ἡβῶντα, ib. 1269, d. i. ἤβησα; auch in späterer Prosa, ἅμαξαι ἁλουργοῖς καὶ ποικίλοις περιβολαίοις, Plut. Alex. 67.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
propr. enveloppe ; couverture pour les pieds ; couverture d'un char, d'une voiture;
NT: vêtement ; voile.
Étymologie: περιβολή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιβόλαιον -ου, τό [περιβάλλω] bedekkend kleed; θανάτου περιβόλαια lijkkleden Eur. HF 549; overdr.. σαρκὸς περιβόλαια ἡβῶντα jeugdig omhulsel van vlees (d.w.z. een jeugdig, krachtig lichaam) Eur. HF 1269.

Russian (Dvoretsky)

περιβόλαιον: τό
1 покрывало, одеяло Plut.;
2 одежда: θανάτου περιβόλαια Eur. одежды мертвеца;
3 перен. покров: σαρκὸς περιβόλαια ἡβῶντα Eur. покровы юной плоти, т. е. молодость, юность.

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of περιβάλλω; something thrown around one, i.e. a mantle, veil: covering, vesture.

English (Thayer)

περιβολαίου, τό (περιβάλλω), properly, a covering thrown around, a wrapper; in the N.T.
1. a mantle: περιβόλαιον βασιλικόν and περιβόλαιον ἐκ πορφύρας, Palaeph. 52,4).
2. a veil (A. V. a covering): Euripides down.))

Greek Monotonic

περιβόλαιον: τό (περιβάλλω), αυτό το οποίο καλύπτει ή περιβάλλει κάποιον, κάλυμμα, θανάτου περιβόλαια, καλύμματα νεκρού, σε Ευρ.· περιβόλαιον σαρκὸς ἡβῶντα, νεανικά περιβλήματα σαρκός, δηλ. νιάτα, νεανική ηλικία, στον ίδ.· κάλυμμα άρματος ή δίφρου, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περιβόλαιον: τό, (περιβάλλω) τὸ δι’ οὗ περιβάλλεται, καλύπτεταί τις, θανάτου περιβόλαια, καλύμματα νεκροῦ πτώματος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 549· περιβόλαια σαρκὸς ἡβῶντα, νεανικὰ περιβλήματα σαρκός, δηλ. νεότης, νεανικὴ ἡλικία, αὐτόθι 1269· κάλυμμα τῶν ποδῶν, Πλουτ. Ἄρατ. 43· κάλυμμα δίφρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 67· κάλυμμα κλίνης, Γαλην.· κτλ. ΙΙ. = περίβολος ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4590. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 144, 484.

Middle Liddell

περιβόλαιον, ου, τό, [περίβαλλω]
that which is thrown round, a covering, θανάτου περιβόλαια corpse-clothes, Eur.; π. σαρκὸς ἡβῶντα youthful incasements of flesh, i. e. youth, manhood, Eur.: a chariot-cover, Plut.

Chinese

原文音譯:peribÒlaion 胚里-波來按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:周圍-投
字義溯源:圍裹,外衣,衣服,蓋頭,覆蓋之物;源自(παρεμβάλλω / περιβάλλω)=披裹);由(περί / περαιτέρω)=周圍)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成,其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(2);林前(1);來(1)
譯字彙編
1) 一件外衣(1) 來1:12;
2) 蓋頭(1) 林前11:15