προΐσχω

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προΐσχω Medium diacritics: προΐσχω Low diacritics: προΐσχω Capitals: ΠΡΟΪΣΧΩ
Transliteration A: proḯschō Transliteration B: proischō Transliteration C: proischo Beta Code: proi/+sxw

English (LSJ)

A = προέχω, hold before, hold out, of boys playing at ποσίνδα, X.Eq.Mag.5.10:—mostly in Med., hold out before oneself, stretch forth, χεῖρας Th.3.58,66; of nurse and child, Gal.6.44, al.: c. gen., hold before, τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας Plu.Pomp.71; τὸ ἱμάτιον τοῦ βιβλίου Id.Cat. Mi.19.
2 = προέχω B. 1, Hp.Art.30, Mochl.4.
II metaph. in Med., put forward as a pretext, allege, π. πρόφασιν ὡς… Hdt.4.165, cf. 6.137, 8.3; ξυγγένειαν Th.1.26; τὸν νόμον Plu.Alex.14, etc.
2 put forward as a demand, Hdt.1.3; propose, offer, ib.141, 164, Th. 4.87; ξείνι' ἀριστήεσσι A.R.4.1553.
3 hold out, ἐλπίδα Porph. Marc.4.
4 prosecute, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 726] (s. ἴσχω), = προέχω, vorhalten, hinhalten; Her. 4, 200, πρὸς τὸ δάπεδον, richtiger προσίσχω; vgl. Xen. Hipparch. 5, 10. – Med. vor sich hinhalten, χεῖρας προϊσχόμενοι, Thuc. 3, 58. 67, darreichen; τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας, die Hände vor das Gesicht halten, Plut. Pomp. 71; ἔπεα, vortragen, Her. 1, 164. 3, 137; λόγον, 8, 111; τοῦτο, 1, 3. 141. 6, 10. 49; vgl. Thuc. 4, 87; auch πρόφασιν, vorgeben, vorschützen, Her. 6, 117. 8, 3. 9, 165 u. Sp., wie ὁ δὲ τὸ γῆρας προϊσχόμενος παρῃτήσατο Hdn. 4, 14, 3.

Russian (Dvoretsky)

προΐσχω: (= προέχω) (преимущ. med.)
1 держать перед собою, т. е. протягивать, простирать (χεῖρας Thuc.; τὰς ἱκετηρίας Plut.): τὴν κόμην προϊσχόμεναι λελυμένην Plut. (сабинянки, с мольбой) протягивающие (свои) распущенные волосы; τὸ ἱμάτιον τοῦ βιβλίου προϊσχόμενος Plut. (Катон Утический читал), заслоняя книгу тогой; προϊσχόμενοι τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας Plut. закрывая лица руками;
2 произносить, объявлять, предлагать: προϊσχόμενος ἔπεα ὡς … Her. объявив, что …; προϊσχομένου λόγον τόνδε Her. когда он заявил это; προϊσχομένων ταῦτα Her. когда они выдвинули (т. е. в ответ на) эти требования;
3 выдвигать в качестве основания, ссылаться (на что-л.), приводить (πρόφασιν Her.; μυρίας σκήψεις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προΐσχω: προέχω, κρατῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, προτείνω, ἐπὶ παιδίων παιζόντων τὴν παιδιὰν ποσίνδα, Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 10 (ἐν Ἡροδ. 4. 200, προσῖσχε ἐκ διορθώσεως)· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἔχω ἢ βάλλω ἐμπρός μου, κρατῶ ἐμπρός, χεῖρας Θουκ. 3. 58, 66· μετὰ γεν., κρατῶ ἐνώπιον, Πλουτ. Πομπ. 71, πρβλ. Κάτωνα Νεώτ. 19. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (πρβλ. προέχω Ι. 2), προβάλλω, μεταχειρίζομαι ὡς πρόφασιν, προφασίζομαι, ἰσχυρίζομαι, Ἡρόδ. 1. 3. 141, κ. ἀλλ.· πρόφασιν τήν... ὕβριν πρ. ὁ αὐτ. 4. 165, πρβλ. 6. 137., 8. 3· πρ. ξυγγένειαν Θουκ. 1. 26· τὸν νόμον Πλουτ. Ἀλέξ. 14, κτλ. 2) προτείνω, προσφέρω, Ἡρόδ. 1. 141, 164, Θουκ. 4. 87. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προϊσχόμενος· προβαλλόμενος», καὶ προϊσχομένου· προτείνοντος χεῖρα, δίκαιον προβάλλοντος», καὶ «προΐσχονται· προβάλλονται», καὶ «προΐσχοντο (Θουκ. 3, 68)· ἔδοξαν».

Greek Monolingual

Α
1. (για παιδιά που έπαιζαν το παιχνίδι ποσίνδα) κρατώ προς τα εμπρός
2. μέσ. προΐσχομαι α) τεντώνω προς τα εμπρός κάτι για υπεράσπισή μου («χεῖρας προϊσχομένους», Θουκ.)
β) κρατώ ενώπιον κάποιου
γ) προεξέχω
δ) μτφ. προφασίζομαι («καὶ ξυγγένειαν, ἣν προϊσχόμενοι ἐδέοντο σφᾱς κατάγειν», θουκ)
ε) μτφ. προβάλλω ως αξίωση
στ) προσφέρω («ὁ δὲ ἀκούσας αὐτῶν τε τὰ προΐσχοντο ἔλεξε σφι λόγον», Ηρόδ.)
ζ) ενισχύω
η) καταδιώκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἴσχω, εκτετ. τ. του ἔχω].

Greek Monotonic

προΐσχω: = προέχω,
I. κρατώ προς τα εμπρός, προτείνω, λέγεται για αγόρια που παίζουν στην ποσίνδα, σε Ξεν.· κυρίως σε Μέσ., κρατώ μπροστά από κάποιον, κρατώ εμπρός, χεῖρας, σε Θουκ.· με γεν., κρατώ ενώπιον, τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας, σε Πλούτ.
II. μεταφ. στη Μέσ.,
1. τοποθετώ μπροστά, χρησιμοποιώ ως πρόφαση, προφασίζομαι, ισχυρίζομαι, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. προτείνω, προσφέρω, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προΐσχω [προέχω] med., alleen praes. en imperf., andere tijden zie προέχω met acc. voor... (uit) houden:; χεῖρας π. de handen voor zich uit houden (als smekelingen) Thuc. 3.58.3; met acc. en gen.. τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας de handen voor de ogen houden Plut. Pomp. 71.8. med. voor zich uithouden; overdr. (ter verdediging) aanvoeren, als voorwendsel gebruiken:; προϊσχομένη πρόφασιν ὡς terwijl zij als reden aanvoerde dat Hdt. 4.165.3; προισχομένης τὸν νόμον toen zij zich op de wet beriep Plut. Alex. 14.7; voorstellen:. ἀκούσας αὐτῶν τὰ προΐσχοντο toen hij had gehoord wat zij voorstelden Hdt. 1.141.1. intrans. uitsteken. Hp. Art. 30.