προγίγνομαι
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
Ion. and later προγίνομαι [ῑ]: fut. προγενήσομαι: aor. προὐγενόμην: pf. προγέγονα and προγεγένημαι:—
A come forward, οἱ δὲ τάχα προγένοντο quickly they came in sight, Il.18.525, cf. h.Hom.7.7; ἄμυδις προγένοντο Hes.Sc.345; εἴσω π. Opp.H.2.103; κόπρον ἔπι π. Call.Dian.178, cf. Theoc.25.134: c. gen., ὠκεανοῖο… ὁπότε προγένωνται Ἰχθύες Arat.706; ἀστὴρ ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα πρὸ ἁλίου προγενόμενος Ti.Locr.97a.
II to be born before, exist before, ἢν… προγεγονότες ἔωσι πρὶν… Hdt.7.3; οἱ προγεγονότες θεοί Id.2.146; οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι former men, X.Mem.4.8.10; οἱ προγεγενημένοι Id.Cyr.8.7.24, etc.; οἱ προγενόμενοι the previous crews, Plb.10.17.12.
2 of events, etc., ταῦτά μοι προὐγεγόνει Pl.Smp.219e; αἱ ἀκοαὶ τῶν προγεγενημένων reports of things of old time, Th.1.20, etc.; τὰ προγεγονότα Hp. Prog.1, etc.; προγεγενημένοι [πόλεμοι], καιροί, Th.1.1, Decr.Byz. ap. D.18.90; οἱ προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι Pl.Lg.699e, cf. PHib. 1.96.8 (iii B.C.); αἱ διὰ τῆς ψυχῆς ἡδοναὶ πρὸ τῶν διὰ τοῦ σώματος προγίγνοιντ' ἄν Pl.Phlb.39d.
III simply, to be born, Man.6.255, 336.
German (Pape)
[Seite 713] sp. Form -γίνομαι (s. γίγνομαι), vor, voran werden, d. i. vorwärts gehen od. kommen, οἱ δὲ τάχα προγένοντο, Il. 18, 525, sie kamen schnell hervor, zum Vorschein, H. h. 6, 7; ἄμυδις προγένοντο, sie gingen zusammen vorwärts, Hes. Sc. 345; – vorher, früher geschehen, früher sein, stattfinden, von der Zeit; οἱ προγεγονότες, die Vorfahren, Her. 2, 146. 7, 3; οἱ προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι, Plat. Legg. III, 699 e; – auch = vorgehen, höher stehen, πρό τινος, Phil. 39 d u. Folgde; – τὰ προγεγενημένα, Thuc. 1, 20; οἱ προγενόμενοι, die Früheren, im Gegensatz von ὑπάρχοντες, Pol. 10, 17, 12 u. Sp.; κόπρον ἔπι προγένοιντο, zum Stall zurückkommen, Callim. 3, 178; Theocr. 24, 51; εἴσω, Opp. Hal. 2, 103; Plut. u. A.
French (Bailly abrégé)
f. προγενήσομαι, ao.2 προεγενόμην, pf. προγέγονα ; pf. Pass. προγεγένημαι;
I. avec idée de lieu se produire au jour, se montrer;
II. avec idée de temps :
1 en parl. de pers. naître avant : οἱ προγεγονότες HDT, οἱ προγεγενημένοι XÉN ceux qui nous ont précédés, les ancêtres;
2 en parl. de choses se produire avant : τὰ προγεγενημένα THC les événements antérieurs, le passé.
Étymologie: πρό, γίγνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-γίγνομαι, Ion. en later προγίνομαι, ptc. aor. προγενάμενος, ep. aor. 3 plur. προγένοντο; plqperf. προυγεγόνειν en προ(ε)γεγόνειν, med.-pass. προυγεγενήμην tevoorschijn komen:. οἱ δὲ τάχα προγένοντο zij kwamen snel in zicht Il. 18.525. eerder ontstaan:; αἱ διὰ τῆς ψυχῆς ἡδοναὶ πρὸ τῶν διὰ τοῦ σώματος προγίγνοιντ’ ἄν de geestelijke genoegens kunnen best eerder ontstaan dan de lichamelijke Plat. Phlb. 39d; meestal perf. προγέγονα vroeger geleefd hebben:; οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι de mensen die vroeger geleefd hebben Xen. Mem. 4.8.10; ptc. subst.. οἱ προγεγενημένοι de voorvaderen Xen. Cyr. 8.7.24. eerder gebeuren, meestal perf.:; ταῦτά τε γάρ μοι ἅπαντα προυγεγόνει al die dingen zijn me namelijk vroeger overkomen Plat. Smp. 219e; τὰ προγεγονότα ἁμαρτήματα de zonden die in het verleden zijn begaan NT Rom. 3.25; ptc. subst.. τὰ προγεγονότα de vroegere gebeurtenissen Hp. Prog. 1; τὰς ἀκοὰς τῶν προγεγενημένων de berichten over wat vroeger is gebeurd Thuc. 1.20.1.
Russian (Dvoretsky)
προγίγνομαι: ион. προγίνομαι (γῑ) (fut. προγενήσομαι, aor. 2 προεγενόμην, pf. προγέγονα; pf. pass. προγεγένημαι)
1 являться раньше, случаться прежде, предшествовать (πρό τινος Plat.; οἱ προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι Plat.): τὰ προγεγενημένα Thuc. события прошлого, прошлое;
2 рождаться раньше: οἱ προγεγονότες Her., Xen., οἱ προγεγενημένοι Xen. и οἱ προγενόμενοι Polyb. предшественники или предки;
3 выходить вперед, являться, показываться (οἱ δὲ τάχα προγένοντο Hom.).
English (Autenrieth)
aor. 2 προγένοντο: get on, advance, Il. 18.525†.
Greek Monolingual
και ιων. και μτγν. τ. προγίνομαι Α
1. έρχομαι, πηγαίνω προς τα εμπρός, εμφανίζομαι
2. γεννιέμαι ή υπάρχω προηγουμένως, προϋπάρχω (α. «οἱ προγεγονότες θεοί», Ηρόδ.
β. «οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι» — οι προγενέστεροι, Ξεν.)
3. γεννιέμαι
4. (για συμβάντα) γίνομαι ή συμβαίνω στο παρελθόν («οἱ προγεγενημένοι πόλεμοι», Θουκ.)
5. (η μτχ. μέσ. αορ. β' και η μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ προγενόμενοι και οἱ προγεγενημένοι
οι άνθρωποι που προϋπήρξαν.
Greek Monotonic
προγίγνομαι: Ιων. και έπειτα -γίνομαι [ῑ], μέλ. -γενήσομαι, αόρ. βʹ -προὐγενόμην, παρακ. προγέγονα και -γεγένημαι, αποθ.
I. έρχομαι μπροστά, τάχα προγένοντο, εμφανίστηκαν γρήγορα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. έχω γεννηθεί πιο πριν, υπάρχω από προηγουμένως, σε Ηρόδ.· οἱ προγεγονότες θεοί, στον ίδ.· οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι, οι παλαιότερα γεννημένοι άνθρωποι και οἱ προγεγενημένοι, σε Ξεν.
2. λέγεται για γεγονότα και άλλα παρόμοια, ταῦτά μοι προὐγεγόνει, σε Πλάτ.· τὰ προγεγενημένα, γεγονότα του παρελθόντος, σε Θουκ.· προγεγενημένοι πόλεμοι, καιροί, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προγίγνομαι: παρ’ Ἴωσι καὶ τοῖς μεταγεν. -γίνομαι [ῑ]˙ ― μέλλ. -γενήσομαι˙ ἀόρ. προὐγενόμην˙ πρκμ. προγέγονα καὶ -γεγένημαι˙ ἀποθ. Παραγίγνομαι, ἐμφανίζομαι, οἱ δὲ τάχα προγένοντο, Ἰλ. Σ. 525, Ὕμν. Ὁμ. 6. 7˙ ἄμυδις προγένοντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 345˙ ἐπανέρχομαι, εἴσω πρ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 103 κόπρον ἔπι πρ., ἐπὶ τὴν ἔπαυλιν, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 178. ΙΙ. γεννῶμαι πρότερον, ὑπάρχω προηγουμένως, ἤν… προγεγονότες ἔωσι πρίν… Ἡρόδ. 7. 3˙ οἱ προγεγονότες θεοὶ ὁ αὐτ. 2. 146˙ οἱ πρ. ἄνθρωποι, οἱ προγενέστεροι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 10˙ οἱ προγεγενημένοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 7, 24, κτλ.˙ οἱ προγενόμενοι, οἱ πρότερον ὑπάρξαντες, Πολύβ. 10. 17, 12. 2) ἐπὶ συμβεβηκότων καὶ τῶν τοιούτων, ταὐτά μοι προὐγεγόνει Πλάτ. Συμπ. 219Ε˙ τὰ προγεγενημένα, τὰ γενόμενα πρότερον, πράγματα παλαιά, Θουκ. 1. 20, κτλ.˙ τὰ προγεγονότα Ἱππ. 36. 4, κτλ.˙ προγεγενημένοι πόλεμοι, καιροὶ Θουκ. 1. 1, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 255. 22˙ οἱ προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι Πλάτ. Νόμ. 699Ε˙ ― προγίγνεται τί τινος, συμβαίνει πρὸ ἑτέρου, Τίμ. Λοκ. 97Α, Πλάτ. Φίληβ. 39D.
Middle Liddell
ionic and later -γίνομαι fut. -γενήσομαι aor2 -προὐγενόμην perf. προγέγονα and -γεγένημαι
I. Dep. to come forwards, τάχα προγένοντο quickly they came in sight, Il.
II. to be born before, exist before, Hdt.; οἱ προγεγονότες θεοί Hdt.; οἱ πρ. ἄνθρωποι former men, and οἱ προγεγενημένοι Xen.
2. of events and the like, ταῦτά μοι προὐγεγόνει Plat.; τὰ προγεγενημένα things of old time, Thuc.; προγεγενημένοι πόλεμοι, καιροί Thuc.
Lexicon Thucydideum
praecedere, antea fieri, to precede, take place beforehand, 1.1.1, 1.66.1, 3.10.6, 3.53.2, 3.82.3.
praeterita, past events, 1.20.1. 1.123.1. 5.20.2.