συρμός

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρμός Medium diacritics: συρμός Low diacritics: συρμός Capitals: ΣΥΡΜΟΣ
Transliteration A: syrmós Transliteration B: syrmos Transliteration C: syrmos Beta Code: surmo/s

English (LSJ)

ὁ, (σύρω)
A any sweeping motion, γινέσθω μὴ κατὰ πληγὴν ἡ ἐγχάραξις, ἀλλὰ κατὰ σ. Antyll. ap. Orib.7.18.6; track of meteors, πρηστήρων Pl.Ax.370c, cf. Arist.Mir.843a11; sweep of waves, Ph.1.298; νιφετῶν, ἀνέμων, AP7.8 (Antip. Sid., pl.), 498 (Antip.); χαλαζήεις ib.6.221 (Leon.); trail of a serpent, Plu.Ant.86.
II vomiting or purging (cf. συρμαία), Nic.Al.256.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 action de se traîner, de ramper;
2 purgation.
Étymologie: σύρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρμός -οῦ, ὁ [σύρω] spoor (aan de hemel, van meteoren; of van slangen) vlaag (van hagel, sneeuw, kou). AP 6.221.1.

German (Pape)

ὁ,
1 das Fortziehen, gewaltsam Fortreißen, der Zug, das Reißen, Stoßen, jede reißend schnelle Bewegung, tractus, bes. von Winden, Wellen und dgl.; πρηστήρων ἐξαισίους συρμούς Plat. Ax. 370c; ἀνέμων Antip.Sid. 106 (VII.498); νιφετῶν id. 67 (VII.8); χαλαζήεις Leon.Alex. 12 (VI.221); Ὠρίωνος M.Arg. 33 (VII.3951.
2 das sich Hinschleppen, Kriechen, dah. συρμὸς ὄφειος, der gezogene, sich hinschleppende Gang der Schlange, Plut. Anton. 86; auch von der Bewegung der Würmer und kleiner Kinder, Sp.
3 in der Musik das Ziehen, Schleifen der Töne, Music.
4 das Erbrechen, die Reinigung des Leibes durch Erbrechen od. Purgieren, Nic. Al. 256.

Russian (Dvoretsky)

συρμός:
1 сильный напор, порыв (πρηστήρων Plat.; ἀνέμων Anth.): νιφετῶν συρμοί Anth. снегопад; χαλαζήεις σ. Anth. ливень с градом, сильный град;
2 длинный след (συρμοὶ τῆς ἀσπίδος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συρμός: ὁ, (σύρω) κίνησις μακρὰ διὰ τοῦ σύρειν ἢ σύρεσθαι γινομένη, ὡς τὸ ὀλκός, Λατιν. tractus, ἡ γραμμὴ ἣν σχηματίζουσι τὰ μετέωρα, πρηστήρων Πλάτ. Ἀξίοχ. 370C, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 130. 1· ἐπὶ τῶν κυμάτων ὅταν σύρωνται, ἡ ὁρμητικὴ κίνησις αὐτῶν, Φίλων 1. 298· ἐπὶ τρικυμιῶν καὶ ἰσχυρῶν ἀνέμων, Ἀνθ. Π. 7. 8, 498· χαλαζήεις αὐτόθι 6. 221· ἡ συρτὴ πορεία τοῦ ὄφεως, Πλουτ. Ἀντών. 86. ΙΙ. ἔμετοςκάθαρσις ἰατρικὴ (πρβλ. συρμαία). Νικ. Ἀλεξιφ. 256.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σύρω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σύρω, σύρσιμο, τράβηγμα, έλκυση
νεοελλ.
1. σιδηροδρομική αμαξοστοιχία, τραίνο
2. ελαφρά και παροδική επιδημική νόσος
3. παροδική συνήθεια με την οποία καθορίζεται ο τρόπος ή η μορφή ορισμένων εκδηλώσεων της ζωής, όπως της ενδυμασίας, αλλά και της επίπλωσης κ.ά., μόδα
4. φρ. α) «είναι του συρμού» — είναι της μόδας
β) «συρμός κυμάτων»
(ηλεκτρον.) σειρά κυμάτων τα οποία έχουν όλα την ίδια μορφή και ακολουθούν το ένα μετά το άλλο κατά τη διάδοσή τους σε ένα μέσο, κν. κυματοπακέτο
αρχ.
1. γραμμή μετεώρου («συρμὸς... Ὠρίωνος», Ανθ. Παλ.)
2. η ορμητική κίνηση τών κυμάτων και τών ανέμων
3. ίχνη πορείας φιδιού
4. βία
5. εμετός ή ιατρική κάθαρση.

Greek Monotonic

συρμός: -οῦ, ὁ (σύρω), οποιαδήποτε μακράς έκτασης κίνηση που γίνεται με σύρισμο, τράβηγμα, Λατ. tractus, γραμμή που σχηματίζουν τα μετέωρα, σε Πλάτ.· λέγεται για την ορμητική κίνηση ανέμων και καταιγίδας, σε Ανθ.· συρτή, έρπουσα πορεία του φιδιού, σε Πλούτ.

Middle Liddell

συρμός, οῦ, ὁ, σύρω
any lengthened sweeping motion, Lat. tractus, the track of meteors, Plat.; of storms, Anth.; the trail of a serpent, Plut.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σύρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.