τροπόω

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπόω Medium diacritics: τροπόω Low diacritics: τροπόω Capitals: ΤΡΟΠΟΩ
Transliteration A: tropóō Transliteration B: tropoō Transliteration C: tropoo Beta Code: tropo/w

English (LSJ)

(A), (τρόπος)
A like τρέπω, make to turn, put to flight, LXX Jd.4.23, 20.35 (v.l.), Wilcken Chr.11 A40 (ii B. C.):—so in Med., LXX 2 Ki.8.1, al., D.H.2.50, Sammelb.5829.2.

(B), (τροπός) furnish the oar with its thong, in Med., ναυβάτης τ' ἀνὴρ τροποῦτο κώπην σκαλμὸν ἀμφ' εὐήρετμον fastened his oar by its thong round the thole, A.Pers.376; τροπώσασθαι ναῦν Poll.1.87:—Pass., of the oar, to be furnished with its thong, Ar.Ach.553, Luc.Cat.1.

French (Bailly abrégé)

τροπῶ :
pf. Pass. τετρόπωμαι;
fixer la rame avec la courroie d'attache;
Moy. τροπόομαι, τροποῦμαι (ao. ἐτροπωσάμην) m. sign.
Étymologie: τροπός.

German (Pape)

1 (τρόπος) wenden, in die Flucht jagen, im med., Dion.Hal. 2.50.
2 (τροπός) das Ruder mit dem Ruderriemen anbinden, Ar. Ach. 527; auch med., ναυβάτης τ' ἀνὴρ τροποῦτο κώπην σκαλμὸν ἀμφ' εὐήρετμον, Aesch. Pers. 368.

Russian (Dvoretsky)

τροπόω: тж. med. укреплять ремнем в уключине: τροποῦσθαι κώπην ἀμφὶ σκαλμόν Aesch. привязывать рукояти своих весел к колкам (бортов); τῶν κωπῶν ἑκάστη τετρόπωται Luc. каждое весло было (уже) укреплено, т. е. корабль был готов к отплытию.

Greek (Liddell-Scott)

τροπόω: (τρόπος) ὡς τὸ τρέπω, κάμνω τινὰ νὰ τραπῇ, τρέπω εἰς φυγήν, νικῶ, Ἑβδ. (Κριτ. Δ΄, 23, πρβλ. διάφορ. γραφ. ἐν κεφ. Κ΄, 35)· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Διον. Ἁλ. 2. 50.

Greek Monotonic

τροπόω: μέλ. τροπώσω, (τροπός) εφοδιάζω το κουπί με τροπωτήρα — Μέσ., τροποῦτο κώπηνἀμφὶ σκαλμόν, προσέδεσε το κουπί στο σκαλμό με τον τροπωτήρα, σε Αισχύλ. — Παθ., λέγεται για το κουπί, είμαι εφοδιασμένος με τροπωτήρα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τροπόω, fut. -ώσω τροπός
to furnish the oar with its thong: Mid., τροποῦτο κώπην ἀμφὶ σκαλμόν fastened his oar by its thong round the thole, Aesch.:—Pass., of the oar, to be furnished with its thong, Ar.