ἀμιξία

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμῑξίᾱ Medium diacritics: ἀμιξία Low diacritics: αμιξία Capitals: ΑΜΙΞΙΑ
Transliteration A: amixía Transliteration B: amixia Transliteration C: amiksia Beta Code: a)mici/a

English (LSJ)

Ion. ἀμιξίη, ἡ,
A a being ἄμικτος, and so,
I purity, Thphr. CP4.16.2.
II of persons, want of intercourse, ἀλλήλων Th. 1.3; πρὸς ἅπαντας Luc.Tim.42; unsociableness, unsociability, Isoc.6.67; ἀμιξίη χρημάτων want of commercial dealings, Hdt.2.136; cf. ἀμειξία.
2 abstinence from sexual intercourse, Aristaenet.2.3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀμειξίη Hdt.2.136; ἀμειξία LXX 2Ma.14.3
1 de cosas y abstr. ausencia de mezcla, pureza, inmezclabilidad ἐν μίξει καὶ ἀμιξίᾳ Arist.Spir.485b18, ἀ. καὶ καθαρότης Thphr.CP 4.16.2, ἀ. τοῦ κενοῦ Alex.Aphr.in Metaph.35.27.
2 abstinencia de relaciones sexuales τὰ γὰρ ἐξ ἀμιξίας γεννηθέντα lo nacido de una ausencia de relaciones sexuales e.d. lo nacido de la Noche sin concurso de varón, Sch.Hes.Th.212.
3 de pers., pueblos y sociedades falta de relaciones, aislamiento, aislacionismo, inhospitalidad ἀ. ἀλλήλων Th.1.3, ἀ. ... χρημάτων falta de relaciones comerciales Hdt.2.136, cf. Isoc.6.67, πρὸς ἄλλους ... τῆς διαίτης ἀ. aislacionismo de su régimen de vida para con otros pueblos I.AI 13.245, cf. 247, ἀ. καὶ χαλεπότητι τῶν ἐνοικούντων Δολόπων Plu.Thes.36, ἀ. πρὸς ἅπαντας Luc.Tim.42, ἀ. διαίτης Plu.2.780a, τά τε χρήματα δι' ἀπιστίαν καὶ ἀμιξίαν ἀποθησαυρίζουσιν Iambl.Protr.20
falta de relaciones internas, insolidaridad ἀμιξίας καὶ θορύβου ... πλῆρες τὸ στρατόπεδον el campamento estaba lleno de grupos separados y de tumulto (por estar formado por pueblos muy diferentes), Plb.1.67.3
disensión, división, disturbio gener. dentro de una sociedad ἐν τοῖς τῆς ἀμειξίας χρόνοις LXX 2Ma.14.3, cf. PLond.2.401.20 (II a.C.), PTeb.61b.31 (II a.C.), PTeb.72.45 (II a.C.), PSI 171.34 (II a.C.), BGU 836.12 (VI a.C.), en el seno de la Iglesia, Soz.HE 8.3.3
tb. de una disensión entre dos ciudades παρακαλεσάντων τὰμ μὲν ἐνεστακυῖαν πορτ' ἀλλάλονς διαφορὰν καὶ ἀμειξίαν<ς> ἆραι convocándolos para eliminar la disensión y las diferencias surgidas entre ellos, ID 1514.7 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 125] ἡ (ἄμικτος), Ungeselligkeit, πρὸς ἅπαντας Luc. Tim. 42; bei Polyb. 1, 67 Mangel an gemeinsamem Plane, Uneinigkeit; übh. mangelnder Verkehr, Her. 2, 136; ἀλλήλων Thuc. 1, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
isolement, absence de relations ; abs. humeur insociable, sauvagerie.
Étymologie: ἄμικτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμιξία: ион. ἀμιξίη
1 отсутствие общения, необщительность (πρός τινα Plut., Luc.): ἀ. διαίτης Plut. замкнутый образ жизни; ἀ. ἀλλήλων Thuc. отсутствие взаимных связей; ἀ. χρημάτων Her. застой в денежном обращении;
2 отсутствие взаимопонимания (ἀ. καὶ θόρυβος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμιξία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ εἶναί τινα ἄμικτον, ἑπομένως, Ι. τὸ ἄμικτον, ἡ καθαρότης, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 16, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπ., ἔλλειψις ἐπιμιξίας, κοινωνίας, ἀλλήλων Θουκ. 1. 3· πρός τινα Λουκ. Τίμ. 42: ἀκοινωνησία Ἰσοκρ. 130Α· ὡσαύτως, ἀμιξίη χρημάτων, ἔλλειψις χρηματικῶν ἐργασιῶν, ἤτοι συναλλαγῆς ἢ ἐμπορίου, Ἡρόδ. 2. 136. 2) ἀποχὴ ἀπὸ τῆς σαρκικῆς μίξεως, Ἀρισταίν. 2. 3.

Greek Monolingual

ἀμιξία, η (Α) ἄμικτος
1. μη ανάμιξη, καθαρότητα
2. (για πρόσωπα) έλλειψη επιμιξίας ή επικοινωνίας, ακοινωνησία
3. φρ. «ἀμιξία χρημάτων», έλλειψη χρηματικών συναλλαγών.

Greek Monotonic

ἀμιξία: Ιων. -ίη, (ἄμικτος), λέγεται για πρόσωπα, έλλειψη επικοινωνίας, ἀλλήλων, μεταξύ τους, σε Θουκ.· πρός τινα, σε Λουκ.· ἀμιξίη χρημάτων, έλλειψη χρηματικών συναλλαγών, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἄμικτος
of persons, want of intercourse, ἀλλήλων with one another, Thuc.; πρός τινα Luc.; ἀμιξίη χρημάτων want of money dealings, Hdt.

Lexicon Thucydideum

de iis, inter quos commercium s. societas nulla est, concerning those between whom there is no commerce or partnership, 1.3.4.

Translations