ἐπιθρώσκω Search Google

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

German (Pape)

[Seite 943] (s. θρώσκω), daraufspringen, τῷ τύμβῳ, darauf herumspringen, mit dem Nebenbegriff der Verhöhnung, Il. 4, 177; φλογμῷ Ap. Rh. 4, 603; c. gen., νηός Il. 8, 515; νεῶν Eur. Rhes. 100. – Aber τόσσον ἐπιθρώσκουσι, soviel Raum überspringen sie, Il. 5, 772, wie μακρὰ δ' ἐπιθρώσκουσα κυλίνδεται Hes. Sc. 438; sp. D., wie Orph. Arg. 487. – Auch intrans., heraus-, hervorspringen, τεῖχος, πέτρη ἐπιθρώσκει, Orph. Arg. 847. 1264; emporsteigen, ὀμίχλη, Hus. 113.

English (Autenrieth)

spring upon; νηός, Il. 8.515; ‘jump upon’ (in contempt), Il. 4.177 ; τόσσον ἐπιθρώσκουσι, spring so far, Il. 5.772.

Greek Monolingual

ἐπιθρῲσκω (Α)
1. πηδώ επάνω, ανεβαίνω κάπου με πήδημα («νηὸς ἐπιθρῲσκων», Ομ. Ιλ.).
2. πηδώ πάνω σε κάτι δείχνοντας έλλειψη σεβασμού («τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου», Ομ. Ιλ.)
3. (για άλογο) υπερπηδώ, πηδώ πάνω από μια έκταση
4. (για βράχο) προεξέχω
5. ανεβαίνω σε ύψος, σηκώνομαι, υψώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρῴσκω «ορμώ, πηδώ»].

Middle Liddell

fut. -θοροῦμαι aor2 -έθορον
I. to leap upon a ship, c. gen., Il.: also c. dat. to leap (contemptously) upon, Lat. insultare, τύμβῳ ἐπιθρώσκων Μενελάου Il.
II. to leap over, τόσσον ἐπιθρώσκουσι so far do [the horses] spring at a bound, Il.