ἐπιλύω

Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

English (LSJ)

   A loose, untie, δεσμά Theoc.Adon.42; ἐ.κύνας let slip dogs, X.Cyn.7.8: generally, set free, release, τοὺς κακούργους τῷ πολέμῳ Luc.Par.50:—Med., ἐπιλύεσθαί τινα τὸ μὴ οὐχὶ ἀγανακτεῖν Pl.Cri. 43c; ἐπιλύεσθαι ἐπιστολάς openthem, Hdn.4.12.8; Ἐπιλυσαμένη, epith. of various divinities, Hsch.    2. solve, explain, πάντα τοῖς μαθηταῖς Ev.Marc.4.34:—Pass.,S.E.P.2.246,Sch.Od.9.106:—Med., J.AJ8.6.5, Vett.Val.259.4, Ath.10.45of, al.: pf. part. Pass. ἐπιλελυμένος lucid, of writings, Vett.Val.329.25.    3. confute an accusation, Luc.Bis Acc.30.    4. Med., manumit, Delph.3(2).233 (ii B.C.).    5. release, discharge a debtor, ἀπὸ τᾶν κοινᾶν ποθόδων ἐπιλυθῆμεν (inf. Pass.) τοὺς ἐρρυτιασμένους Schwyzer 104.7 (Troezen, ii B.C.): pay, c. dat. pers., ib.12:—Med., discharge a debt, δάνειον PGrenf.1.26.2 (ii B.C.).    II. fut. Med. in pass. sense, lose strength, give in, Lys.25.33 (dub.l.).

German (Pape)

[Seite 959] lösen, losmachen, von Banden u. Fesseln, κύνας Xen. Cyn. 7, 8; τὰ δεσμά οἱ 'πιλῦσαι Theocr. 30, 42; τοὺς ἐν τῇ εἱρκτῇ κακούργους Luc. Parasit. 50; a. Sp.; γρίφους, Räthsel auflösen, Ath. X, 449 f, u. so öfter bei Sp. = erklären, wie Sezt. Emp. Pyrrh. 2, 246; auch ἐπιλυθήσεται, es wird erklärt werden, N. T. – Med. gew. übertr., befreien, ἀλλ' οὐδὲν αὐτοὺς ἐπιλύεται ἡ ἡλικία τὸ μὴ οὐχὶ ἀγανακτεῖν τῇ παρούσῃ τύχῃ Plat. Crit. 43 c, ihr Alter befrei't sie nicht von dem Widerwillen gegen den Tod; auflösen, ἐπιλυσάμενος τὸ τῆς Σφιγγὸς αἴνιγμα Schol. Od. 11, 271; τὰς ἐπιστολάς, öffnen, Hdn. 4, 12, 14. – Bei Lys. 25, 33 steht τοὺς μὲν ἐπιλύσεσθαι neben ἐκείνους δὲ μέγα δυνήσεσθαι für ἐπιλυθήσεσθαι, aufgehoben werden (vgl. λύω) diese werden an Macht verlieren. – Τἁ κεφάλαια τῶν κατηγορηθέντων ἐπιλυσάμενος, widerlegen, Luc. bis acc. 30. – Activ. und med. öfters bei Grammatikern von der Auflösung der Probleme in der Erklärung alter Schriftsteller, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 203.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλύω: λύω, λύνω, τὰ δεσμὰ οἱ ἐπιλῦσαι Θεόκρ. 30. 42· λύω πρός τινα σκοπόν, ἐὰν ὁμόθεν... πρὸς τὸν δρόμον ἐπιλύῃ (τὰς κύνας) Ξεν. Κυν. 7, 8· καθόλου, ἀπελευθερῶ, ἀπολύω ἐπί τινι, τοὺς ἐν τῇ εἱρκτῇ κακούργους ἐπιλῦσαι τῷ πολέμῳ Λουκ. Παρασ. 50· καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἀλλ’ οὐδὲν αὐτοὺς ἐπιλύεται ἡ ἡλικία, ἐκ τοῦ μὴ οὐχὶ ἀγανακτεῖν, ἀλλ’ οὐδαμῶς ἀπαλλάττει αὐτοὺς ἡ ἡλικία ἐκ τοῦ νὰ ἀγανακτῶσι, δηλ. δὲν ἀπαλλάσσει αὐτοὺς τῆς ἀγανακτήσεως, Πλάτ. Κρίτων 43C· ἐπιλύεσθαι ἐπιστολάς, ἀνοίγειν αὐτάς, Ἡρῳδιαν. 4. 12, 8. 2) λύω, ἑρμηνεύω, Ἀριστ. Ἀποσπ. 164, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 246· οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, Ἀθήν. 450F, κ. ἀλλ. 3) ἀναιρῶ κατηγορίαν, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 30. ΙΙ. Μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημασ., χάνω τὴν δύναμίν μου, δὲν ἔχω πλέον ἰσχύν, τοὺς μὲν ἐπιλύσεσθαι, ἐκείνους δὲ μεῖζον δυνήσεσθαι Λυσ. 25. 33, ἔνθα ἐν τῇ ἔκδ. τοῦ Wertermann φέρετια ὑποδύσεσθαι.

French (Bailly abrégé)

I. délier, détacher ; p. ext. libérer, relâcher;
II. fig. 1 relâcher, dissoudre ; Pass. perdre sa force, devenir impuissant;
2 résoudre, expliquer ; particul. réfuter (une accusation);
Moy. ἐπιλύομαι délier : οὐδὲν ἐπιλύεσθαί τινα τὸ μὴ οὐχί avec l’inf. PLAT ne pas délivrer qqn de, ne pas empêcher qqn de, etc.
Étymologie: ἐπί, λύω.

English (Strong)

from ἐπί and λύω; to solve further, i.e. (figuratively) to explain, decide: determine, expound.

English (Thayer)

imperfect ἐπελυον; 1future passive ἐπιλυθήσομαι;
a. properly, to unloose, untie (German auflösen) anything knotted or bound or sealed up; (Xenophon, Theocr, Herodian).
b. to clear (a controversy), to decide, settle: to explain (what is obscure and hard to understand): Philo, vita contempl. § 10; de agricult. § 3; Sextus Empiricus, 2,246; γριφους, Athen. 10, p. 449e.; also in middle, Athen. 10, p. 450f.; Josephus, Antiquities 8,6, 5, and often by the Scholiasts).

Greek Monolingual

(AM ἐπιλύω)
1. λύνω, επιτυγχάνω την ορθή λύση προβλήματος, διαφοράς κ.λπ.
2. ερμηνεύω, εξηγώ, διασαφώ («χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῑς τὸν λόγον
κατ’ ἰδίαν δὲ τοῑς μαθηταῑς αὐτοῡ ἐπέλυε πάντα», ΚΔ)
αρχ.
1. απελευθερώνω
2. απελευθερώνω δούλο
3. διαλύω συμβόλαιο, συμφωνία
4. μέσ. εξοφλώ δάνειο ή λογαριασμό
5. παθ. ἐπιλύομαι
απαλλάσσομαι από χρέος
6. πληρώνω, καταβάλλω σε κάποιον.