θόλος

Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ἡ,

   A round building with conical roof, rotunda, Od.22.442, al., cf. Hsch.    2 at Athens, the Rotunda, in which the Prytaneis, etc., dined, Pl.Ap.32c, And.1.45, D.19.249, Arist.Ath.43.3, Alexand. Com.9, Paus.1.5.1; a similar building at Epidaurus, Id.2.27.3; at Magnesia on Maeander, SIG589.43 (ii B.C.).    II θόλος, ὁ, in public baths, vaulted vapour-bath, PMagd.33.3 (iii B.C.), Asclep.Myrl. ap.Ath.11.501d, Alciphr.1.23, POxy.2145.6 (ii A.D.), PMag.Osl.1. 75.    2 bandage for the head, invented by Diocles, Heliod. ap. Orib.48.25 tit.

German (Pape)

[Seite 1214] ἡ, Sp., wie Ath., in der dritten Bdtg auch mascul., vgl. S. Emp. adv. gramm. 148. – Kuppel, Kuppeldach, rundes Gebäude; so Od. 22, 442. 459. 466, ein rundes Gebäude auf dem Hofe. – In Athen hieß vorzugsweise das runde Gebäude so, in welchem die Prytanen speis'ten, Rotunde, Andoc. 1, 45; Plat. Apol. 32 cd; Paus. 1, 5, 1; VLL.; auch die Staatsschreiber aßen daselbst, Dem. 19, 249. – In den Badehäusern das rundgebaute Schwitzbad, sonst Laconicum genannt, vgl. Ath. XI, 501 d; Alciphr. 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

θόλος: ἡ, οἰκοδόμημα στρογγύλον μετὰ κωνικῆς στέγης (Ἡσύχ.), Ὀδ. Χ. 442, 459, 466· κυρίως ἐν τῇ αὐλῇ χρησιμεῦον εἰς τήρησιν ζωοτροφιῶν καὶ μαγειρικῶν σκευῶν, κατὰ τὸν Voss. 2) ἐν Ἀθήναις κυκλικόν τι οἰκοδόμημα, ἐν ᾧ οἱ Πρυτάνεις ἔτρωγον, Πλάτ. Ἀπολ. 32C, Ἀνδοκ. 7. 11, κτλ.· καὶ οἱ γραμματεῖς, Δημ. 419. 27, πρβλ. Παυσ. 1. 5, 1· ὅμοιον κτίριον ἐν Ἐπιδαύρῳ λαμπρόν, ὁ αὐτ. 2. 27, 3. ΙΙ. θόλος, ὁ, ἐν τοῖς δημοσίοις λουτροῖς, ὁ θολοειδὴς δι’ ἀτμοῦ λουτρῶν, Ἀσκληπ. παρ’ Ἀθην. 501D, Ἀλκίφρ. 1, 23, Βιτρούβ.· πληθ. θόλα, τά, ἐν Ἰω. Μαλαλ. 2) ἐπίδεσμος περὶ τὴν κεφαλήν, Γαλην. 12. 477. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 113.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 voûte, coupole, bâtie dans la cour et où l’on conservait les provisions et les ustensiles de cuisine;
2 à Athènes la Rotonde, édifice à voûte arrondie où mangeaient les prytanes et les greffiers.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym.

English (Autenrieth)

οιο: rotunda, a building of circular form, with vaulted roof, in the court-vard of Odysseus's palace. (See plate III., k.)

Spanish

habitación de vapor

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, το) νεοελλ.
1. ανατ. κάθε θολοειδές κοίλωμα που υπάρχει στο σώμαθόλος κρανίου»)
2. το τμήμα του καπέλου που μοιάζει με θόλο, κν. καλότα, τεπές
3. φρ. «θόλος του ουρανού» ή «ουράνιος θόλος» — το ημισφαίριο του ουρανού που φαίνεται πάνω από τον ορίζοντα, στερέωμα, ουράνια σφαίρα
νεοελλ.-μσν.
καμπυλόγραμμη, ημισφαιρική συνήθως οροφή, τρούλλοςθόλος εκκλησίας»)
μσν.
(ως ουδ. στον πληθ.) τὰ θόλα
θολοειδής λουτρώνας
αρχ.
1. κυκλοτερές οικοδόμημα με κωνική στέγη, που βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού και στο οποίο φυλάγονταν σκεύη του τραπεζιού, ζωοτροφές κ.λπ.
2. (στην Αθήνα) κυκλοτερές οικοδόμημα όπου παρέμεναν και σιτίζονταν οι πρυτάνεις
3. κάθε κυκλοτερές οικοδόμημα με κωνική ή ημισφαιρική στέγη (όπως στην Επίδαυρο, στην παρά τον Μαίανδρο Μαγνησία κ.λπ.)
4. (για δημόσια λουτρά) (το αρσ. στον εν. και πληθ.) θόλος και οἱ θόλοι
θολοειδής λουτρώνας με ατμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Η υποτεθείσα σύνδεση της λ. τόσο με το θάλαμος όσο και με γερμ. και σλαβ. λ. που σημαίνουν «κοιλότητα, κοιλάδα» (πρβλ. γοτθ. dal(s), ρωσ. dol, γαλλ. dol) δεν είναι ικανοποιητική.
ΠΑΡ. θολωτός
αρχ.
θολία
μσν.- νεοελλ.
θολικός
νεοελλ.
θολίσκος, θολίτης.
ΣΥΝΘ. θολοειδής
νεοελλ.
θολοβάτης, θολοδομία, θολοσκέπαστος, θολοστάτης].