μολύβδαινα

Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ,

   A piece of lead, used as the sink of a fishing-line, Il.24.80.    2 bullet, μ. χερμαδία Luc.Lex.5.    3 plumb in a mason's line, Poll.7.125, 10.147.    II a metallic substance, prob. sulphuret of lead, galena, Hp.Mul.2.188, Arist.GA735b16, Dsc.5.85, Plin.HN34.173.    III a plant, Plumbago europaea, ib. 25.155.

German (Pape)

[Seite 200] ἡ, die Bleimasse, welche an die Angel befestigt wird, um sie tiefer in's Wasser hinein zu senken; μολυβδαίνῃ ἰκέλη ἐς βυσσὸν ὤρουσεν, Il. 24, 80; Bleikugeln zum Werfen, μολυβδαίνας χερμαδίους ἀράγδην ἔχων, Luc. Lexiph. 5, vgl. Alex. 25. – Bei Ath. V, 207 c, διὰ κεραμίδων (ἢ) μολυβδαινῶν (v. l. μολυβδινῶν), bleierne Gefäße. – Bei Diosc. u. Plin. H. N. 34 extr. ein künstliches, metallisches Product, Bleiglätte, Bleigelb. – Auch ein Kraut, Bleiwurz, plumbago, hieß so.

Greek (Liddell-Scott)

μολύβδαινα: Ἐπικ. -αίνη, ἡ, ὡς τὸ μολυβδίς, τεμάχιον μολύβδου, χρησιμεῦον ὅπως ἡ ἁλιευτικὴ ὁρμιὰ βυθίζηται ἐν τῇ θαλάσσῃ μετὰ τοῦ ἀγκίστρου, Ἰλ. Ω. 80· πρβλ. μόλιβος. 2) σφαῖρα, βλῆμα ἐκ μολύβδου, μ. χερμαδία Λουκ. Λεξιφ. 5, πρβλ. Ἀλέξ. 25. 3) ὁ μόλυβδος, ὁ κατὰ τὸ ἄκρον τοῦ σχοινίου τοῦ κτίστου, στάθμη, Πολυδ. Η´, 125., Ι´, 147. II. μεταλλική τις οὐσία, πιθ. θειϊκὸς μόλυβδος, Λατ. galena, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 1. 2. 5, πρβλ. Διοσκ. 5. 100, Πλίν. 34. 53· - τὸ τῶν νεωτέρων molybdenum εἶναι διάφορον μέταλλον. ΙΙΙ. φυτόν τι, plumbago Europaea, ὁ αὐτ. 25. 97.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 morceau de plomb attaché à l’hameçon;
2 balle de plomb.
Étymologie: μόλυβδος.

English (Autenrieth)

lead attached to a fishing-line, sinker, Il. 24.80†.

Greek Monolingual

η (Α μολύθδαινα και μολίβδαινα, επικ. τ. μολυβδαίνη)
1. το τεμάχιο μολύβδου που προσδένεται στην άκρη της ορμιάς για ταχύτερη καταβύθιση στο νερό, η μολυβήθρα
2. η στάθμη τών κτιστών, το μολύβδινο τεμάχιο που δένεται στο άκρο του νήματος του κτίστη
νεοελλ.
καθένα από τα μολύβδινα τεμάχια, βαρίδια, που προσαρμόζονται στη βάση τών διχτιών για ερματισμό, για να δίνουν βάρος
αρχ.
1. (στη γυμναστική) η μολύβδινη σφαίρα που έριχναν οι γυμναζόμενοι αθλητές με τα χέρια («ὁ δὲ μολυβδαίνας χερμαδίους ἀράγδην ἔχων ἐχειροβόλει», Λουκιαν.)
2. μεταλλική ουσία, πιθ. ο θειικός μόλυβδος
3. είδος πολυετούς ποώδους φαρμακευτικού φυτού, η μολύβδαινα η ευρωπαϊκή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα -αινα (πρβλ. άκ-αινα, τρί-αινα)].

Greek Monotonic

μολύβδαινα: Επικ. -αινη, ἡ, μολυβδίς, κομμάτι μολύβδου, που χρησιμοποιείται ως μέσο βύθισης της πετονιάς στο ψάρεμα, σε Ομήρ. Ιλ.