πλησιάζω

Revision as of 13:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Dor. πλᾱτιάζω Archyt. ap. Stob.1.41.2: pf.

   A πεπλησίακα Isoc.3.36, Pl.Tht.144a: (πλησίος):—bring near, [ἵππον] ὄψεσι, ψόφοις, X.Eq.2.5; ναῦν λιμένι Sch.Ar.Ra.271:—Pass., come near, approach, τινι E.El.634.    II intr., abs., to be near, S.OT91: c. dat., draw near to, approach, τῷ πάθει, τοῖς πολεμίοις, X.Cyr.7.3.16, An.4.6.6.al. (rarely c. gen., τῶν ἄκρων Id.Cyr.3.2.8: abs., τὸ πλησιάζον ὀστοῦν Gal.18 (1).304); ἀλλήλοις Pl.Phd.97a; π. τόποις Amphis4; π. τῷ γενειάσκειν Pl.Smp.181d; ἀρχαῖς π. enter on a career of public office, Thphr.Char. 26.3; so π. πρὸς τὴν πολιτείαν, = accedere ad rem publicam, Luc.Anach. 21.    2 c. dat. pers., consort, associate with, τῷδε τἀνδρί S.OT 1136, cf. Pl.La.197d, Tht.143d, 144a, al., Isoc.2.4; οἱ πλησιάζοντες a man's followers or disciples, Id.15.175, cf. 1.30; οἱ ἐμοὶ πεπλησιακότες Lib.Ep.750.1; π. τινὶ ἐπὶ σοφίᾳ, διὰ φιλοσοφίαν, Luc.Herm.80, Plu.Dem.2; also π. παιδεύσει Pl.R.496a.    3 c. dat. pers., have sexual intercourse with…, D.40.8, Hyp.Lyc.3, Plu.2.769a: metaph., Pl.R.490b; οὐδενὶ σώματι πεπλησιακώς Isoc.3.36; of animals, whether of the male, Arist.HA546a26, 578b12; or the female, ib. 584b23, GA727b25; or both sexes, Id.HA539b21, al.    III Gramm., indicate proximity, A.D.Pron.21.11.

German (Pape)

[Seite 635] sich nähern, hinzugehen, τινί, Soph. O. R. 1136; auch im pass., πῶς ἂν αὐτῷ πλησιασθείην, Eur. El. 634 (wozu man Xen. de re equ. 2, 5 παντοδαποῖς ψόφοις πλησιάζειν als Transit. ziehen kann, wenn man ἵππον ergänzt); τοῦτο δὲ πλησιάζει τῷ γενειάσκειν, Plat. Conv. 181 d; seltener τινός, Xen. Cyr. 3, 2, 8; πρός τινα, Luc. Anach. 21. – Nahe sein, Soph. O. R. 91; stets oder gewöhnlich nahe bei Einem sein, ihm anhangen, sein Anhänger, Schüler, Freund sein, mit ihm umgehen, ὁ Δάμων τῷ Προδίκῳ πολλὰ πλησιάζει, Plat. Lach. 197 d; ἐρῶντι, Phaedr. 255 a; πάνυ πολλοῖς πεπλησίακα, Theaet. 144 a; οἱ πλησιάζοντες, die Anhänger, Xen. Mem. 4, 4, 25, Schüler; Isocr. oft, vgl. 15, 162. 186; auch γυναικί, Is. 3, 10, Dem. u. A., wie Plut. Thes. 19, einem Weibe beiwohnen; auch von der Päderastie, D. L. 2, 100. – Sp. haben auch öfter das med.

Greek (Liddell-Scott)

πλησιάζω: Δωρ. πλᾱτιάζω Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 712· μέλλ. -άσω· πρκμ. πεπλησίακα Ἰσοκρ. 34C, Πλάτ. Θεαίτ. 144Α· (πλησίος). Ἄγω πλησίον, δι’ ὄχλου διάγειν (ἵππον) καὶ παντοδαπαῖς ὄψεσι πλησιάζειν Ξεν. Ἱππ. 2. 5. ― Παθ., ἔρχομαι πλησίον, πῶς οὖν ἂν αὐτῷ πλησιασθείην ποτέ; Εὐρ. Ἠλ. 634. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ παθ., ἀπολ., εἶμαι πλησίον, πλησιαζόντων = πλησίων ὄντων, Σοφ. Ο. Τ. 91· ― μετὰ δοτ., ἔρχομαι πλησίον τινός, πλησιάζω, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 17, Ἀν. 4. 6, 6, κ. ἀλλ. (σπανίως μετὰ δοτ., Κύρ. 3. 2, 8)· πλησιάζω τινὶ Ἄμφις ἐν «Ἀμπελουργῷ» 2· πλ. τῷ γενειάσκειν Πλάτ. Συμπ. 181D· πλ. πρὸς τὴν πολιτείαν, accedere ad remp., Λουκ. Ἀνάχ. 21. 2) μετὰ δοτ. προσ., ἀνταμώνω, Λατ. fami iariter uti, ἐπλησίαζον τῷδε τἀνδρί, τὸν ἄνδρα τοῦτον τὸν ἀντάμωνα συχνὰ (καὶ ἔβοσκον τὸ ποίμνιόν μου μετ’ αὐτοῦ), Σοφ. Ο. Τ. 1136, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 197D, Θεαίτ. 143D, 144Α, κ. ἀλλ.· οἱ πλησιάζοντες, οἱ ὀπαδοὶ ἢ μαθηταί τινος, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 187, πρβλ. σ. 8D· πλ. τινὶ ἐπὶ σοφίᾳ, διὰ φιλοσοφίαν Λουκ. Ἑρμότ. 80, Πλουτ. Δημοσθ. 2· ― ὡσαύτως, πλ. φιλοσοφίᾳ, λόγοις Πλάτ. Πολ. 490Α, Ἰσοκρ. 15C. 3) πλ. γυναικί, ὡς τὸ πελάζω, ὡς καὶ νῦν, συνευρίσκομαι μετὰ γυναικός, συνουσιάζομαι, Δημ. 1010. 15 κτλ., πρβλ. Πλάτ. Πολ. 490Β· οὐδενὶ σώματι πεπλησιακὼς Ἰσοκρ. 34C· ― ἐπὶ ζῴων, εἴτε ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 23., 6. 29, 2, εἴτε ἐπὶ τοῦ θήλεος, αὐτόθι 7. 4, 13, π. Ζ. Γεν. 1. 19, 22· ἢ ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 2, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

f. πλησιάσω, ao. ἐπλησίασα, pf. πεπλησίακα;
Pass. seul. ao. ἐπλησιάσθην;
I. être proche;
II. s’approcher : τινί, rar. τινός, de qqn ; particul. :
1 avoir commerce avec, τινι;
2 vivre dans l’intimité de, être l’ami ou le compagnon de ; être le disciple ou l’auditeur de;
3 avoir accès à : πρὸς τὴν πολιτείαν LUC parvenir ou prendre part au gouvernement;
III. tr. faire approcher ; Pass. s’approcher de, τινι.
Étymologie: πλησίος.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και δωρ. τ. πλατιάζω πλησίος
1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, προσεγγίζωπλησιάζω το χέρι μου στη φωτιά»)
2. έρχομαι κοντά, σιμώνω, ζυγώνω
3. είμαι, βρίσκομαι κοντά
4. συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι (α. «αυτός δεν πλησιάζει γυναίκα» β. «τῇ Πηνελόπῃ πλησιάζειν μὴ δυνάμενοι ταῑς ταύτης ἐμίγνυντο θεραπαίναις», Πλούτ.)
5. μτφ. α) είμαι πάντοτε ή συνήθως κοντά σε κάποιον, είμαι οπαδός του
β) βρίσκομαι σε επαφή, σε σχέση με κάποιον, τον συναναστρέφομαι («δεν πλησιάζει κανέναν»)
νεοελλ.
1. (σχετικά με χρόνο ή με πράγματα που συμβαίνουν στον χρόνο) (συν. τριτοπρόσ.) βρίσκομαι κοντά, δεν απέχω πολύ χρονικώς, κοντεύω («πλησιάζει η άνοιξη»)
2. (σχετικά με χρώματα) είμαι παραπλήσιος, προσομοιάζω («το χρώμα του φουστανιού μου πλησιάζει προς το γκρι»)
αρχ.
1. ανταμώνω, συναντώ
2. (για ζώα) οχεύω, βατεύω
4. γραμμ. δηλώνω προσέγγιση
6. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ πλησιάζοντες
α) οι οπαδοί
β) οι μαθητές.

Greek Monotonic

πλησιάζω: μέλ. -άσω, παρακ. πεπλησίᾰκα· (πλησίος
I. φέρνω κοντά, τινά τινι, σε Ξεν. — Παθ., έρχομαι κοντά, πλησιάζω, τινί, σε Ευρ.
II. 1. αμτβ. με Παθ. σημασία, απόλ., είμαι κοντά, σε Σοφ.· οδηγώ κοντά σε, πλησιάζω, με δοτ., σε Ξεν.· σπανίως με γεν., στον ίδ.
2. με δοτ. προσ., είμαι πάντοτε δίπλα, συναναστρέφομαι ή συσχετίζομαι, τῷ ἀνδρί, σε Σοφ.· γυναικί, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πλησιάζω:
1) приближаться, подходить (τοῖς πολεμίοις, редко cum gen.: τῶν ἄνρων Xen.): π. τῷ γενειάσκειν Plat. приближаться к возмужалости;
2) приступать, начинать: π. πρὸς τὴν πολιτείαν Luc. приступать к политической деятельности;
3) стоять вблизи, находиться рядом: τῶνδε πλησιαζόντων Soph. в присутствии этих (людей);
4) быть близким, находиться в близких отношениях или общаться: ἐπλησίαζον τῷδε ἀνδρὶ τρεῖς ὅλους ἐμμήνους χρόνους Soph. я провел вместе с этим человеком целых три месяца; οἱ πλησιάζοντες Xen. приверженцы, ученики; ὁ Πλάτωνι πλησιάσας Plut. (личный) ученик Платона;
5) находиться в физической связи или вступать в физическую связь (τινί Plat., Dem., Arst.);
6) приближать, подводить (ἵππον τινί Xen.): πλησιασθῆναί τινι Eur. приблизиться к кому-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλησιάζω [πλησίος] act. naderen; met dat..; ἵνα μὴ... πλησιάσῃ τοῖς πολεμίοις om niet dicht bij de vijand te komen Xen. An. 4.6.6; overdr..; παύσασθαι ἀρχαῖς πλησιάζοντας ophouden ambten te ambiëren Thphr. Char. 26.3; zelden met gen..; ὡς δὲ μᾶλλον ἐπλησίαζον... τῶν ἄκρων toen zij meer in de buurt van de toppen kwamen Xen. Cyr. 3.2.8; met πρός + acc..; ἐπειδὰν δὲ πλησιάζωσι πρὸς τὴν πολιτείαν wanneer ze het politieke toneel betreden Luc. 37.21; abs. nabij zijn:. τῶνδε... πλησιαζόντων terwijl zij hier erbij zijn Soph. OT 91. omgaan met, met dat.:; τῷ Προδίκῳ πολλὰ πλησιάζει hij gaat veel om met Prodicus Plat. Lach. 197d; οὐδενὶ φανήσομαι σώματι πεπλησιακὼς πλὴν τῆς ἐμαυτοῦ γυναικός ik zal blijken geen enkel lichamelijk contact te hebben gehad, behalve met mijn eigen vrouw Isocr. 3.36; abs. subst. ptc. οἱ\n πλησιάζοντες leerlingen, volgelingen:. δικαιοτέρους ἐποίει τοὺς πλησιάζοντας hij maakte zijn leerlingen rechtvaardiger Xen. Mem. 4.4.25. pass. benaderen, met dat.: πῶς οὖν ἂν αὐτῷ πλησιασθείην ποτέ; hoe zou ik hem dan ooit kunnen benaderen? Eur. El. 634.

Middle Liddell

πλησιάζω, πλησίος
I. to bring near, τινά τινι Xen.:—Pass. to come near, approach, τινι Eur.
II. intr., in sense of Pass., absol. to be near, Soph.:— to draw near to, approach, c. dat., Xen.; rarely c. gen., Xen.
2. c. dat. pers. to be always near, to consort or associate with, τῷ ἀνδρί Soph.; γυναικί Dem.