γνωτός

Revision as of 09:33, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

(A), ή, όν (ός, όν S.OT396), older and more correct form of γνωστός (Eust.400.26, 1450.62):—of things, A perceived, understood, known, Il.7.401, Od.24.182; γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι S.OT58; [μαντείαν] ἐκ θεῶν του γνωτόν ib.396. 2 of persons, well-known, ἐκ κάρτα βαιῶν γ. ἂν γένοιτ' ἀνήρ Id.Fr.282.
γνωτός (B), ή, A kinsman, kinswoman, γνωτοί τε γνωταί τε brothers and sisters, Il.15.350; θάλαμον γνωτούς τε λιποῦσα 3.174, cf. 22.234; γνωτὸν μητρυιῆς 13.697; brother, A.R.1.53; sister, αὐτὴ… γνωτή Nicaenet.1.9, cf. Nonn.D.3.313, al.; also, = ἐρωμένη, Hsch. (Cf. Lett. znuots 'son-in-law, brother-in-law', Skt. jñātís 'relative'.)

German (Pape)

[Seite 499] auch 2 Endungen, Soph. O. R. 396, von Hom. an bei Dichtern, eigentlich = gekannt, bekannt, erkennbar, sodann aber auch = verwandt; bei Hom. in eigentlicher Bedeutung Iliad. 7, 401 γνωτὸν δέ, καὶ ὃς μάλα νήπιός ἐστιν, ὡς ἤδη Τρώεσσιν ὀλέθρου πείρατ' ἐφῆπται; Odyss. 24, 182 γνωτὸν δ' ἦν ὅῥά τίς σφι θεῶν ἐπιτάρροθος ἦεν. In der Bedeutung »verwandt« bezeichnet es bei Hom. ganz bestimmt und ausschließlich den Bruder und die Schwester, nach Aristarchs Beobachtung: Iliad. 14, 485 φράζεσθ' ὡς ὕμιν Πρόμαχος δεδμημένος εὕδει ἔγχει ἐμῷ, ἵνα μή τι κασιγνήτοιό γε ποινὴ δηρὸν ἄτιτος ἔῃ. τῷ καί κέ τις εὔχεται ἀνὴρ γνωτὸν ἐνὶ μεγάροισιν ἀρῆς ἀλκτῆρα λιπέσθαι, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντιπέφρακε τὸν γνωτὸν τῷ κασιγνήτῳ σαφῶς· ἔστι γὰρ ἀδελφός; 15, 336 ἄνδρα κατακτάς, γνωτὸν μητρυιῆς Ἐριώπιδος, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι γνωτόςἀδελφός, καὶ Ἐρίωπις ὄνομα κύριον; diese homerische Stelle kehrt wörtlich wieder Iliad. 13, 697; 22, 234 sagt Hektor zum vermeintlichen Deiphobus Δηίφοβ', ἦ μέν μοι τὸ πάρος πολὺ φίλτατος ἦσθα γνωτῶν, οὓς Ἑκάβη ἠδὲ Πρίαμος τέκε παῖ. δας; 17, 35 sagt Euphorbus mit Bezug auf seinen getödteten Bruder zum Menelaos νῦν μὲν δή, Μενέλαε διοτρεφές, ἦ μάλα τίσεις γνωτὸν ἐμόν, τὸνἔπεφνες, ἐπευχόμενος δ' ἀγορ εύεις, vgl. Scholl. Aristonic.; 3, 174 sagt Helena zum Priamus ὁππότε δεῦρο υἱέι σῷ ἑπόμην, θάλαμον γνωτούς τε λιποῦσα παῖδά τε τηλυγέτην καὶ ὁμηλικίην ἐρατεινήν, wo also Helena mit γνωτούς ihre beiden vs. 237 von ihr genannten Brüder Kastor und Polydeukes bezeichnet; endlich 15, 350 erscheint neben dem mascul. das femin., οὐδέ νυ τόν γε γνωτοί τε γνωταί τεπυρὸς λελάχωσιθανόντα, Bruder und Schwestern. Vgl. noch Apollon. Lex. Homer. p. 55, 12. – Ap. Rh. 2, 1160.

Greek (Liddell-Scott)

γνωτός: -ή, -όν, παλαιότερος καὶ δοκιμώτερος τύπος τοῦ γνωστός, Εὐστ. 400. 26., 1450. 62, πρβλ. Ἐλμσλ. Ο.Τ. 361· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐννοούμενον, νοηθέν, γνωστόν, Ἰλ. Η. 401, Ὀδ. Ω. 182· γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι Σοφ. Ο.Τ. 58· αὐτόθι 396, ἔχομεν: [μαντείαν] ἐκ θεῶν του γνωτόν,― ἔνθα ἴσως τὸ γνωτὸν εἶναι οὐδ., πρᾶγμα διδαχθὲν ὑπό τινος θεοῦ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὃν γνωρίζει ὁ κόσμος, Ὀδ. Φ. 218, Σοφ. Ἀποσπ. 225·― παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ., συγγενής, ἀδερφός, γνωτοί τε γνωταί τε, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφαί, Ἰλ. Ο. 350· θάλαμον γνωτούς τι λιποῦσα Γ. 174, πρβλ. Χ. 234· γνωτὸν μητρυιῆς Ν. 697.

French (Bailly abrégé)

1ή poét. ός, όν :
1 connu, su en parl. de choses;
2 en parl. de pers. connu, familier.
Étymologie: γιγνώσκω ; cf. γνωστός.
2οῦ (ὁ) :
1 parent par le sang;
2 particul. frère consanguin, frère.
Étymologie: R. Γον > γνω-, engendrer ; cf. R. Γεν > γνη- ; γνωτός = lat. gnatus.

English (Autenrieth)

known; also, related by blood, Il. 3.174; brother, Il. 17.35, etc.

English (Slater)

γνωτός
 &nbnbsp; 1 known γνώτἀείδω θεῷ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται (N. 10.31) cf. (I. 2.12) γ]νωτόν (supp. Lobel) fr. 60a. 9. ]γνωτον φ[ Θρ. 1. 9.

Spanish (DGE)

-όν
1 conocido, sabido c. o sin εἶναι es conocido γνωτὸν ... ὡς Il.7.401, γνωτὸν δ' ἦν ὃ ... Od.24.182, γνωτά κοὐκ ἄγνωτά μοι ... ἱμείροντες S.OT 58, (μαντεία) S.OT 396
de pers. bien conocido, célebre ἐγὼ ... ἂν ἤθελον γνωτὸς γενέσθαι A.Ch.702, en el prov. ἐκ κάρτα βαιῶν γ. ἂν γένοιτ' ἀνήρ S.Fr.282, γνωτόν τε θείη τὸν κράτιστον Ἑλλάδος E.Hel.41.
2 reconocible σῆμα ... ὅφρα μ' ἐῢ γνωτόν Od.21.218.
• Etimología: De *genH3- ‘conocer’ en grado ø/ø y ō analóg., cf. γιγνώσκω. < γνωτός γνωτοφόνος > γνωτός, -οῦ, ὁ
• Morfología: [gen. -οῖο Nonn.Par.Eu.Io.11.19]
1 pariente de sangre gener. hermano θάλαμον γνωτούς τε λιποῦσα habla Helena Il.3.174, ἄνδρα ... γνωτὸν μητρυιῆς Ἐριώπιδος Il.13.697, 15.336, φίλτατος ἦσθα γνωτῶν, οὓς Ἑκάβη ἠδὲ Πρίαμος τέκε παῖδας Il.22.234, γ. Μέμνονος Αἰθίοπος de Céfiro, Call.Fr.110.52, τρίτατος γνωτός A.R.1.53, γνωτῶν ἐριτίμων Q.S.3.207, cf. 10.410, Il.14.485, 15.350, 17.35, MAMA 7.230 (Frigia Oriental), Nonn.Par.Eu.Io.l.c., 18.15.
2 sin rel. de sangre hermano ref. a miembros de un grupo γνωτῶν ἐξ ἑτάρων de los discípulos de Jesús, Nonn.Par.Eu.Io.21.23; v. γνωτή.
• Etimología: De *genH1- ‘nacer’ en grado ø/ø y ō analóg., cf. let. znuōts ‘pariente’.

Greek Monolingual

γνωτός, -ή, -όν (Α)
1. γνωστός, φανερός
2. διάσημος
3. ως ουσ. συγγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γνωτός < γιγνώσκω με τις σημ. 1 και 2, ενώ με τη σημ. 3 γνωτός < (θ.) γνω- < ΙΕ gne∂3- του ρ. γίγνομαι. Η σημασία αυτή («συγγενής») οφείλεται πιθ. σε συσχετισμό με τα γνήσιος, κασίγνητος.

Greek Monotonic

γνωτός: -ή, -όν, παλαιότερος τύπος του γνωστός,
I. λέγεται για πράγματα, κατανοητός, αντιληπτός, διακριτός, σε Όμηρ.· γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι, σε Σοφ.
II. λέγεται για πρόσωπα, πασίγνωστος, επιφανής, σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ.· συγγενής, αδερφός· γνωτοί τε γνωταί τε, οι αδερφοί και οι αδερφές, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

γνωτός: IIγίγνομαι близкий родственник, преимущ. брат (γνωτοί τε γνωταί τε Hom.).
и 2 γιγνώσκω известный, очевидный γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι Soph. хорошо известные мне вещи.

Frisk Etymological English

See also: s. γίγνώσκω.

Middle Liddell

older form of γνωστός
I. of things, perceived, understood, known, Hom.; γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι Soph.
II. of persons, well-known, Od.:—as Subst. a kinsman, brother, γνωτοί τε γνωταί τε brothers and sisters, Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνωτόςγίγνομαι (alleen v. pers.) verwant, broer, zus.
γνωτός -ή -όν en γνωτός -ον γιγνώσκω bekend, begrepen.

Frisk Etymology German

γνωτός: {gnōtós}
Meaning: Verwandter
See also: s. γίγνομαι.
Page 1,317