δοῦπος

Revision as of 09:55, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

English (LSJ)

ὁ, A any dead, heavy sound, thud, δ. ἀκόντων Il.11.364, 16.361; δ. ὀρώρει πύργων βαλλομένων 9.573, cf. 12.289; of the distant din of battle, 16.635; of the sound of footsteps, 10.354, Od.16.10; of the measured tread of infantry, Il.23.234, Hes.Th.70; ὅμαδον καὶ δ., of a multitude, Od.10.556; of the roar of the sea dashing against rocks or of a distant torrent, 5.401, Il.4.455.—Rare in Trag., δ. μαράγνης A.Ch.376 (lyr.); χερόπλακτοι δ' ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι the loud beating of breasts, S.Aj.634, cf. E.Ba.513; ἀκούομεν πυλῶν δ. the noise of opening gates, Id.Ion 516. Rare in Prose, Th. 3.22 (v.l. ψόφον) ; θόρυβος καὶ δ. X.An.2.2.19.

German (Pape)

[Seite 662] ὁ, dumpfes Geräusch; Getöse, Schall, Brausen, Rauschen; entstanden aus γδοῦπος, wohl verwandt mit κτύπος, vgl. γδουπέω u. ἐρίγδουπος, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 45; bei Homer öfters: δοῦπος ἀκόντων, Il. 16, 361; vom Schall der Fußtritte, ποδῶν ὑπὸ δοῦπον ἀκούω Od. 16, 10; vom Geräusch einer bewegten Volksmenge 10, 556; vom Brausen des Meeres 5, 401; vom Rauschen der Waldbäche Il. 4, 455; – vom Schlagen der Brust bei der Klage, χειρόπληκτοι δοῦποι Soph. Ai. 621; πυλῶν Eur. Ion 516; Theocr. 25, 69; ἄκμονος Call. Dian. 54. – Selten in Prosa, θόρυβος καὶ δοῦπος Xen. An. 2. 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

δοῦπος: ὁ, πᾶς βαρύς, ὑπόκωφος ἦχος, δοῦπος ἀκόντων Ἰλ. Λ. 364, Π. 361· δ. ὀρώρει πύργων βαλλομένων Ι. 573, πρβλ. Μ. 289· ἐπὶ τοῦ μακρόθεν ἐρχομένου κρότου τῆς μάχης, Π. 635· ἐπὶ τοῦ κτύπου τῶν βημάτων, Κ. 354· ἐπὶ τοῦ τακτικοῦ βήματος τῶν πεζῶν, Ὀδ. Π. 10, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 234· ἐπὶ τοῦ θορύβου, ὃν παράγει μέγα πλῆθος, Ὀδ. Κ. 556· ἐπὶ τοῦ ῥόθου τῆς θαλάσσης προσβαλλούσης τοὺς βράχους, Ε. 401· ἐπὶ τοῦ κρότου μακρὰν κειμένου καταρράκτου, Ἰλ. Δ. 455· ἐπὶ τοῦ ῥυθμικοῦ κρότου τοῦ χοροῦ, Ἡσ. Θ. 70· -σπάνιον παρὰ Τραγ., δ. μαράγνης Αἰσχύλ. Χο. 376· χερόπλακτοι δ’ ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι, στηθοκοπήματα βαρέα, Σοφ. Αἴ. 634, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 513· ἀκούομεν πυλῶν δ., ἐπὶ τοῦ κρότου τῶν ἀνοιγομένων πυλῶν, ὁ αὐτ. Ἴωνι 516· λίαν σπάν. παρὰ πεζοῖς, ὡς Ξεν. Ἀν. 2. 2, 19· πρβλ. δουπέω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bruit sourd;
2 p. ext. bruit sonore.
Étymologie: c. *γδουπος dans ἐρίγδουπος.

English (Autenrieth)

(cf. κτύπος): any dull, heavy sound, as the thunder at the gates of a besieged town, ἀμφὶ πύλᾶς ὅμαδος καὶ δοῦπος ὀρώρει | πύργων βαλλομένων, Il. 9.573; of the din of battle, compared to the echo of woodmen's axes, Il. 16.635; the roar of the sea, Od. 5.401; or of a mountain torrent, Il. 4.455. Cf. δουπέω.

English (Slater)

δοῡπος
   1 cracking ταχέως δ' ἀράβη[σε] διαλεύκων ὀστέ[ων] δοῦπος ἐ[ρ]λτ;εγτ;ικομένων fr. 169. 25.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ ruido, estruendo δ. ὀρώρει resonó un estruendo al caer la muralla Il.9.573, 12.289, cf. Q.S.6.328, 11.18, δοῦπον ἀκούσας de pisadas Il.10.354, χερόπλακτοι ... δοῦποι golpes resonantes dados con las manos S.Ai.634, cf. A.Fr.451e.14, E.Ba.513, πεσοῦσα (κεραμίς) δοῦπον ἐποίησεν Th.3.22, θόρυβος καὶ δ. X.An.2.2.19, δ. τις πρὸς τὸν ἀέρα ... ἤρετο Hld.1.30.3, ἦχος καὶ δ. Hld.9.8.3, cf. AP 7.222.3 (Phld.), Orph.A.687, Opp.C.2.334
c. gen. de cosa δ. ἀκόντων al entrechocar Il.11.364, 16.361, Archil.170.6, Triph.12, διπλῆς ... τῆσδε μαράγνης δ. restallido de este doble látigo A.Ch.375, Πανιάδος ... δοῦπος ἱμάσθλης ref. a los accesos de locura atribuidos a Pan, Nonn.D.10.13, τῶνδ' ἀκούομεν πυλῶν δοῦπον oímos el ruido de esas puertas al abrirse, E.Io 516, ἄκμονος ἠχήσαντος Call.Dian.54, βύρσης ταυρείου ref. al redoble de un tambor AP 6.219.22 (Antip.Sid.), ἐρετμῶν Colluth.227, c. gen. de seres animados o partes del cuerpo τῶν μιν ἐπερχομένων ὅμαδος καὶ δ. ἔγειρεν el ruido y el estruendo de los que marchaban le despertaron, Il.23.234, cf. 16.635, κινυμένων δ' ἑτάρων ὅμαδον καὶ δοῦπον ἀκούσας Od.10.556, ποδῶν ... δ. ruido de pasos, Od.16.10, Hes.Th.70, Theoc.25.69, δια[λ] εύκων ὀστέ[ων] δ. ἐ[ρ]<ε>ικομένων ruido de huesos blanquecinos al romperse Pi.Fr.169a.25, ὁμίλου A.R.2.194, ἀνέμοιο A.R.3.954, θηρῶν Opp.C.3.366
c. gen. de accidentes de la naturaleza τῶν δὲ ... δοῦπον y el estruendo de éstos (los torrentes), Il.4.455, δοῦπον ἄκουσε ποτὶ σπιλάδεσσι θαλάσσης Od.5.401, cf. AP 7.278 (Arch.), ὀριτρεφέος ποταμοῖο Triph.193, βροντῆς Nonn.D.28.200.
• Etimología: La aparición de -γ- en comp. como μασίγδουπον, ἐρίγδουπος o en formas verbales como ἐγδούπησαν y la alternancia c. κτυπέω, κτύπος, etc., hacen pensar en una forma imitativa; cf. let. dupêtiês ‘producir un ruido sordo’, serv. dȕpiti ‘golpear con estrépito’.

Greek Monolingual

ο (AM δούπος)
βαρύς, υπόκωφος χτύπος, γδούπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δούπος φέρει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας deup- και το παράγωγο ρήμα δουπώ είναι επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρομώ - βρόμος). Συνδέεται πιθ. με βαλτοσλαβικές λέξεις, πρβλ. λεττ. dupeties, σερβ. dupiti, με την ίδια περίπου σημασία. Ως β' συνθετικό εμφανίζεται με τη μορφή -γδούπος (βλ. και λ. γδούπος), όπου το συμφωνικό σύμπλεγμα -γδ- θεωρείται εκφραστικό (πρβλ. και τα σημασιολογικώς συγγενή κτύπος, κτυπώ)].

Greek Monotonic

δοῦπος: ὁ, κάθε βαρύς, υπόκωφος θόρυβος, γδούπος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον μακρινό κρότο που έρχεται από τη μάχη, για τον κτύπο των βημάτων, για τον τακτικό βηματισμό του πεζικού, για τον θόρυβο από μεγάλο πλήθος· βρύχηθμος, μουγκρητό της θάλασσας, σε Όμηρ.· σπάνια στους Τραγ. (ο τύπος γδουπ-έω, συνδέεει τη λέξη με το κτύπ-ος).

Russian (Dvoretsky)

δοῦπος: ὁ шум, грохот, гул Hom., Hes., Trag., Xen.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: dead, heavy sound
Compounds: In ἐρί-δουπος, also ἐρί-γδουπος loud thundering (Il.); anlaut γδ- also in ἐγδούπησαν Λ 45 and μασίγδουπον βασιλῆα μεγαλόηχον ... H., and also in ἁλί-, βαρύ-, μελί-γδουπος. Other compp. have -δουπος.
Derivatives: δουπέω, aor. δουπῆσαι, perf. pt. Gen. δεδουπότος (Ψ 679; innov., s. Schwyzer 771, Leumann Hom. Wörter 218) sound dead, sec. (through misunderstanding of δούπησεν δε πεσών, Leumann 217) fall in battle (Il.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: An δουπέω, intensive like βρομέω etc., reminds of a Baltoh-Slavic word, Latv. dupêtiês sound dead, Serb. dȕpiti slay (with sound) etc.; unclear Toch. AB täp give a loud sound, make known. An anlaut gd- is not known from IE, so the word is probably Pre-Greek. Cf. κτυπέω, κτύπος. - Schwyzer 718 n. 3, Pok. 221f.; s. also Fraenkel Lit. et. Wb. s. dùpinas.

Middle Liddell

δοῦπος, ὁ, n
any dead, heavy sound, a thud, Il.; of the distant din of battle, the sound of footsteps, of the measured tread of infantry, the hum of a multitude, the roar of the sea, Hom.: rare in Trag. [The form γδουπέω, connects the word with κτύπος.]

Frisk Etymology German

δοῦπος: {doũpos}
Grammar: m.
Meaning: dumpfes Geräusch, Getöse
Composita : Als Hinterglied in ἐρίδουπος, auch ἐρίγδουπος mit lautem Geräusch, laut donnernd (ep. poet. seit Il.); der Anlaut γδ- auch in ἐγδούπησαν Λ 45 und μασίγδουπον βασιλῆα· μεγαλόηχον ... H., sowie in ἁλί-, βαρύ-, μελίγδουπος. Die zahlreichen andern Kompp. haben als 2. Glied -δουπος.
Derivative: mit δουπέω, Aor. δουπῆσαι, Perf. Ptz. Gen. δεδουπότος (Ψ 679, A. R. 1, 1304 u. a.; Neubildung, s. Schwyzer 771, Leumann Hom. Wörter 218) dumpf tönen, tosen, sekundär (durch Mißverständnis der stehenden Wendung δούπησεν δὲ πεσών, Leumann 217 m. Lit.) im Kampfe fallen (vorw. ep. poet. seit Il.).
Etymology : An δουπέω, Intensivbildung wie βρομέω usw., erinnert ein baltisch-slavisches Schallwort, lett. dupêtiês dumpf schallen, serb. dȕpiti ‘(mit Getöse) schlagen’ usw.; toch. AB täp etwa laut tönen, verkünden ist mehrdeutig. Da ein Anlaut gd- sonst weder aus dem Griechischen noch aus der idg. Grundsprache bekannt ist, bleibt die Beurteilung unsicher. Eine entsprechende Tenuisverbindung bietet das sinnverwandte κτυπέω, κτύπος; sowohl γδ- wie κτ- machen den Eindruck einer expressiven Lautimitation. — Schwyzer 718 A. 3, WP. 1, 781f., Pok. 221f.; s. noch Fraenkel Lit. et. Wb. s. dùpinas mit weiterer Lit.
Page 1,412-413

English (Woodhouse)

noise, inarticulate sound, loud sound