ναῦλος

Revision as of 20:20, 4 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ, Ar. (v. infr.), IG22.1672.126,159, SIG1262.6 (Smyrna, i A. D.), Com.Adesp.286; also ἡ, acc. to Sch.Ar.Ra.272; and ναῦλον, τό (v. infr.), cf. ναῦλλον:—A passage-money, fare or freight, ἔκβαιν', ἀπόδος τὸν ν., says Charon, Ar.Ra.270; τῆς πόλεως ναῦλον τελούσης τοῖς ἄγουσι τοὺς λίθους IPE12.32B50 (Olbia, iii B. C.); ναῦλον συνθέσθαι to agree upon one's fare, X.An.5.1.12; τὸν. τῶν ξύλων παρασχεῖν D.49.26, cf. IGll. cc.; τὸ ν. ἀποστερεῖν Din.1.56; παραπόλλυμι τὸ ν. Arisipp. ap. Plu.2.439e; ἔδωκε τὸ ν. αὐτοῦ LXX Jn.1.3; λαλῶν τὰ ν. Diph.43.21; ἔδωκα αὐτῷ τὰ ν. Sammelb.3553; τὸ δὲ ν. διωρθωσάμεθα ὑπὲρ αὐτῶν PCair.Zen.52.13 (iii B. C.); συνέβη ναῦλον ἡμῖν προσάγεσθαι τοῦ… πλοίου we were charged for the hire of the boat, ib.368.27 (iii B. C.). b ν. πλοίου name of a tax paid for the use of state-provided boats, BGU 645.16 (ii A. D.), PSI8.960.15 (iv A. D.); ἀποδιαγράψειν τὸ συναχθησόμενον ν. ἐπὶ τὴν βασιλικὴν τράπεζαν PTheb.Bank 12.7 (ii B. C.), cf. Sammelb.6954. II freight, cargo of ships, τὸ ν. σφετερίζεσθαι D.32.2. III rent of a tenement, Poll.1.75. IV ναῦλα, τά, = ἐφόδια, Hsch. (ascribed to Aeschylus by Cyr. in cod. Laur.57.39).

German (Pape)

[Seite 231] ὁ, dasselbe, Ar. Ran. 270, nach dem Schol. dazu auch ἡ ν.

Greek (Liddell-Scott)

ναῦλος: ὁ, ἡ (ἡ, ἐν Κωμικ. Ἀνωνύμ. 332), καὶ ναῦλον, τό, ὁ ναῦλος ὡς καὶ νῦν, ἔκβαιν’, ἀπόδος τὸν ν., λέγει ὁ Χάρων, Ἀριστ. Βάτρ. 270· ναῦλον συνθέσθαι, συμφωνῆσαι περὶ τοῦ ναύλου, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 12· τὸ ν. τῶν ξύλων παρασχεῖν Δημ. 1192. 3· τὸ ν. ἀποστερεῖν Δείναρχ. 97. 17· παραπόλλυμι τὸ ν. Ἀρίστιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 439Ε· λαλῶν τὰ ναῦλα καὶ δάνει’ ἐρυγγάνων Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 21. ΙΙ. τὸ φορτίον των πλοίων, Δημ. 933. 22, κτλ.· τὸ ν. σφετερίζεσθαι ὁ αὐτ. 882. 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
naulage.
Étymologie: ναῦς.

Greek Monolingual

ο και ναύλο, το (ΑΜ ναῡλος και ναῡλον)
το αντίτιμο της ναύλωσης πλοίου, δηλ., το ποσό που καταβάλλεται από τον ναυλωτή στον πλοιοκτήτη για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων
νεοελλ.
1. συν. στον πληθ. τα ναύλα
(γενικά) το αντίτιμο που καταβάλλεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίων με τα διάφορα μέσα συγκοινωνίας («δεν μού έμειναν χρήματα ούτε για τα ναύλα του λεωφορείου»)
2. η αμοιβή του λεμβούχου για τη μεταφορά προσώπων ή και φορτίου από την προκυμαία ώς το πλοίο ή και αντιστρόφως, τα λεμβουχικά
μσν.
αμοιβή ναυτικού για τη συμμετοχή του σε ταξίδι
αρχ.
1. φόρος που καταβαλλόταν για τη χρήση κρατικών πλοίων
2. το φορτίο τών πλοίων
3. μίσθωμα, ενοίκιο μισθώματος
4. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. τὰ ναῡλα
«ἐφόδια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται πιθ. από ναῦς «πλοίο» + επίθημα -λον, το οποίο όμως δεν εμφανίζεται σε άλλο παράγωγο υποκοριστικό. Γι' αυτόν τον λόγο έχει υποστηριχθεί ότι η λ. αποτελεί άλλη μορφή του ναῦσθλον ή του ναῦσσον].

Greek Monotonic

ναῦλος: ὁ και ναῦλον, τό (ναῦς
I. χρήματα που δίνονται για τη μεταφορά με πλοίο, τα ναύλα.
II. φορτίο πλοίων, σε Ξεν., εμπόρευμα που μεταφέρει το πλοίο, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ναῦλος: ὁ Arph. = ναῦλον 1.

Middle Liddell

ναῦλος, ὁ, ναῦς
I. passage-money, the fare or freight, Xen.
II. the freight or cargo of ships, Dem.