γογγύζω
English (LSJ)
Ion. (Phryn.336) and later Gr. for Att. τονθορύζω, A mutter, murmur, grumble, ἐπί τινι LXX Nu.14.29, cf. 17.5; κατά τινος Ev.Matt.20.11; περί τινος Ev.Jo.6.41, etc.: abs., PPetr.3p.130 (iii B. C.), LXX Nu.11.1, POxy.33 iii 14 (ii A. D.), Arr.Epict.1.29.55. 2 of doves, coo, Poll.5.89. (Cf. Skt. ga[ndot ]gūyati 'utter cries of joy'.)
German (Pape)
[Seite 500] murren, unwillig sein, N. T., Sp.; nach Poll. 5, 89 gurren, von Tauben.
Greek (Liddell-Scott)
γογγύζω: ἀόρ. ἐγόγγῠσα, «μουρμουρίζω», ἀγανακτῶ, Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 29, 55 κ. ἀλλ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 11, κ. Ἰω. Ϛ΄, 41, κτλ.· ἴδε Λοβ. Φρύν. 358. 2) ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν περιστερῶν, Πολυδ. Ε΄, 89, (Πρβλ. Σανσκρ. gunǵ, gunǵ âmi (murmuro) Σλαυ. (gagnanije (γογγυσμός).)
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. ἐγόγγυσα;
murmurer, gronder sourdement.
Étymologie: R. Γυγ, murmurer.
Spanish (DGE)
1 gener. c. suj. colect. murmurar contra, reprobar c. rég. prep. καὶ ἐγόγγυζεν ἐκεῖ ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν LXX Ex.17.3, ἐπ' ἐμοί LXX Nu.14.29, cf. 17.6, κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότου Eu.Matt.20.11, πρὸς τοὺς μαθητάς Eu.Luc.5.30, περὶ αὐτοῦ Eu.Io.6.41, c. ac. int. πονηρὰ ἔναντι κυρίου LXX Nu.11.1, τὴν γόγγυσιν ... ἣν ἐγόγγυσαν περὶ ὑμῶν LXX Nu.14.27, cf. Eu.Io.7.32
•abs. murmurar, rezongar τὸ πλήρωμα γογγύζει φάμενοι (sic) ἀδικεῖσθαι PPetr.3.43.3.20 (III a.C.), μετ' ἀλλήλων Eu.Io.6.43, cf. 1Ep.Cor.10.10, Arr.Epict.1.29.55, A.Al.11B.3, tb. c. suj. individual, M.Ant.2.3, Dor.Ab.V.Dosith.7.19, jón. por τονθορύζω Phryn.335
•c. dat. censurar οἰκέτῃ σοφῷ ... οὐ γογγύσει LXX Si.10.25.
2 de las palomas arrullar Poll.5.89.
• Etimología: Origen onomat.
English (Strong)
of uncertain derivation; to grumble: murmur.
English (Thayer)
imperfect ἐγόγγυζον; 1st aorist ἐγογγυσα; to murmur, mutter, grumble, say anything in a low tone (according to Pollux and Phavorinus used of the cooing of doves, like the τονθρύζω and τονθορύζω of the more elegant Greek writings; cf. Lob. ad Phryn., p. 358; (Winer's Grammar, 22; Lightfoot on τί περί τίνος, πρός τινα, μετ' ἀλλήλων, κατά ἰτνος, περί τίνος, Sept.; Antoninus 2,3; Epictetus diss. 1,29, 55; 4,1, 79; (others).) (Compare: διαγογγύζω.)
Greek Monolingual
(AM γογγύζω)
δυσανασχετώ, παραπονιέμαι
μσν.- νεοελλ.
1. βογγώ από πόνο
2. κακολογώ
αρχ.
(για περιστέρια) γουργουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ηχομιμητική, αβέβαιης ετυμολ. Σχετίζεται πιθ. με το γαγγαίνειν (πρβλ. αρχ. ινδ. gańgūyati «φωνάζω»)].
Greek Monotonic
γογγύζω: μέλ. -σω, γογγύζω, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, αγανακτώ, σε Καινή Διαθήκη (ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
γογγύζω: выражать недовольство, роптать NT.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: murmur, grumble (LXX)
Dialectal forms: Acc. to Phryn. Ionic.
Derivatives: γογγυσμός (Anaxandr.), γόγγυσις (LXX); agent noun γογγυστής (Ep. Jud., Thd.), γόγγυσος (Thd.; s. Chantr. Form. 435); γογγυστικός (Erot.). - In H. also γογγρύζειν and γογγρύσαι ὡς χοῖρος φωνῆσαι, after γρύζειν.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatopoeic word with no certain cognate. (Skt. gaṅgūyati cry loudly, guñjati hum are only parallel elementary forms). The same is true of γαγγαίνειν.
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γογγύζω, onomat., morren, brommen. NT Io. 7.32.
Frisk Etymology German
γογγύζω: {goggúzō}
Meaning: murren, unwillig, mürrisch sein (LXX, NT, Pap. u. a., nach Phryn. ion.).
Derivative: Davon γογγυσμός (Anaxandr., LXX usw.) und γόγγυσις (LXX); γογγυστής (Ep. Jud., Thd.) und γόγγυσος (Thd., Hdn.; vgl. Chantraine Formation 435); γογγυστικός (Erot., EM). — Bei H. auch γογγρύζειν und γογγρύσαι· ὡς χοῖρος φωνῆσαι, nach γρύζειν.
Etymology : Schallwort ohne sichere Entsprechung. Aind. gaṅgūyati laut aufschreien, guñjati summen zeigen eine allgemeine elementarbedingte Ähnlichkeit. — Vgl. γαγγαίνειν.
Page 1,318
Chinese
原文音譯:goggÚzw 工句索
詞類次數:動詞(8)
原文字根:抱怨
字義溯源:發怨言*,喃喃訴苦,鳴不平,議論,埋怨
同源字:1) (γογγύζω)發怨言 2) (γογγυσμός)怨言 3) (γογγυστής)埋怨者 4) (διαγογγύζω)到處訴苦
出現次數:總共(8);太(1);路(1);約(4);林前(2)
譯字彙編:
1) 議論(3) 約6:41; 約6:61; 約7:32;
2) 你們⋯發怨言(1) 林前10:10;
3) 你們⋯議論(1) 約6:43;
4) 發了怨言(1) 林前10:10;
5) 埋怨(1) 太20:11;
6) 發怨言(1) 路5:30