ἀγλαός

Revision as of 10:40, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

[ᾱγλᾰ-], ή, όν, also ός, όν Thgn.985, E.Andr.135:— A splendid, shining, bright, epithet of beautiful objects, ἀ. ὕδωρ Il.2.307, etc.; γυῖα 19.385, cf. B.16.103; μηρία Hes.Op.337; ἥβης ἀ. ἄνθος Tyrt.10.28, cf. Thgn. l.c., B.5.154; then generally, splendid, beautiful, ἄποινα Il.1.23; δῶρα ib.213, etc.; ἔργα Od.10.223; ἄλσος Il.2.506, cf. Pi.N.4.20, Simon.13, etc.; noble, glorious, ἀγλαόν [ἐστιν] ἀνδρὶ μάχεσθαι γῆς πέρι Callin.1.6. II of men, either beautiful or famous, noble, Il.2.736,826, Hes.Sc.37, Pi.O.14.7, B.16.2, etc.: c. dat. rei, famous for a thing, κέρᾳ ἀγλαός, sarcastically, Il.11.385.— Ep. and Lyr. word, twice in Trag. (lyr.) ἀγλαὰς Θήβας S.OT152; Νηρηίδος ἀγλαὸν ἕδραν E. l.c.; also in later poetry, as Theoc.28.3. Adv. ἀγλαῶς Ar.Lys.640. (Perh. containing base γελα- in reduced form.)

German (Pape)

[Seite 16] ή, όν, auch 2 End., Eur. Andr. 135, mit ἄγαμαι, ἀγάλλω, αἴγλη zusammenhängend, für ἀγαλός, so zum Theil schon die Alten; meist durch λαμπρός erkl., eigtl. glänzend, ὕδωρ, hell, klar, Il. 2, 307; prächtig, herrlich, Hom. δῶρα, Il. 1, 213 u. sonst, ἄποινα Iliad. 1, 23, ἄλσος 2, 506 Od. 6, 291, εὖχος, herrlicher Ruhm, Il. 7, 203; von Menschen: ruhmvoll, vornehm, Hom. häufig ἀγλαὸς υἱός, von den Söhnen der Fürsten; auch ἀγλαὰ τέκνα. So auch Pind. ἀνήρ Ol. 14, 7; Ποσειδᾶν I. 7, 27; γέρας Ol. 8, 11; τύμβος N. 4, 20; παῖδες I. 5, 59; νῖκαι N. 11, 20; πλοκαμοί P. 4, 82 u. sonst. Oft bei Theogn.; Soph. Θῆβαι O. R. 251; Eur. ἀγλαὸς θεᾶς ἕδρα Andr. 135; strahlend, neben ἀννέφελος Arat. Ph. 415, wie auch χρυσός in einem Verse bei Plat. Ep. I, 310 a. – Adv., ἀγλαῶς ἔθρεψέ με Ar. Lys. 640.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαός: -ή, -όν, ὡσαύτ. -ός, -όν. Θέογν. 985, Εὐρ. Ἀνδρ. 135: - λαμπρός, φαεινός, στιλπνός, συχνάκις ὡς ἐπίθ. ὡραίων πραγμάτων, ἀγλ. ὕδωρ, Ἰλ. Β. 307. κτλ.· γυῖα, Τ. 385· μηρία, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 335· ἥβης ἀγλαὸν ἄνθος, Τυρτ. 10. 28, πρβλ. Θέογν. ἔνθ ἀνωτ.· ἐπὶ τοῦ ἡλίου. Ἐμπεδ. 172· - ἀκολούθως καθόλου, λαμπρός, ὡραῖος· ἄποινα, Ἰλ. Α. 23· δῶρα, αὐτόθ. 213, κτλ.· ἔργα, Ὀδ. Κ. 223· ἄλσος, Ἰλ. Β. 506· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ., κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡραῖος, ἢ περίφημος, εὐγενής, Ἰλ. Β. 736, 826, κτλ.· μ. δοτ. πράγμ., περίφημος διά τι, κέρᾳ ἀγλαός, σκωπτικῶς. Ἰλ. Λ. 385. - Ἡ λέξις εἶναι ἀρχ. Ἐπ. καὶ Λυρ. καὶ μόνον δὶς εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Τραγ. ἐν λυρικοῖς χωρίοις, ἀγλαὰς Θήβας, Σοφ. Ο. Τ. 152· Νηρηΐδος ἀγλαὸν ἕδραν, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. Εὑρίσκεται ὅμως παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, π.χ. Θεοκρ. 28, 3, καὶ τὸ ἐπίρρ. ἀγλαῶς ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 640· πρβλ. τὰ παράγωγα ἀγλαΐζω, ἀγλάϊσμα, ἀγλαώψ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ἀγάλλω) [ᾱγλᾰος, οὕτω καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις.]

French (Bailly abrégé)

ή ou ός, όν :
1 brillant, éclatant, splendide ; p. ext. beau, magnifique ; en parl. de pers. beau ; noble, illustre;
2 ironiq. brillant, fier ; κέρᾳ ἀγλαέ IL (toi qui es) fier d’un morceau de corne en parl. d’un archer qui combat de loin avec son arc.
Étymologie: cf. ἀγάλλω.

English (Autenrieth)

(root γαλ-): splendid, shining, bright; epithet of pellucid water, golden gifts, etc.; met. ‘illustrious,’ ‘famous,’ υἱός, Od. 4.188; ‘stately,’ Il. 19.385; in reproach κέραι ἀγλαέ, ‘brilliant with the bow,’ Il. 11.385.

English (Slater)

ἀγλᾰός (ἀγλαός, -όν; -οί, -ῶν: -ά, -ᾶς, -άν; -αί, -αῖς, -αῖσι: -όν acc. -ῷ; -ῶν, -οῖς.)
   a of persons, famous, distinguished εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ (O. 14.7) ἄραντο γὰρ νίκας ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως (I. 6.62) ἀγλαός τ' Ποσειδὰν (I. 8.27)
   b of objects, events, splendid ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι (O. 1.91) ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων (O. 2.73) ᾧτινι σὸν γέρας ἕσπετ' ἀγλαόν (O. 8.11) οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί (P. 4.82) ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων (byz.: ἀγαθῶν, ἀγαυῶν codd.) (P. 5.52) τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ καὶ σεμνὸν ἀγλααῖσι μερίμναις Πυθίου Θεάριον (N. 3.69) Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον (N. 4.20) ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας (N. 11.4) ἀγλααὶ νῖκαι (N. 11.20) μιν εὐφώνων πτερύγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων (I. 1.64) πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον (I. 8.2) θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος (Pae. 6.62) ἀγλαάν τἐς αὐλὰν (Pae. 7.3) ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες (Pae. 12.15) ἀγ]λαὸς ἃς ἀνἑρκε[ (Pae. 12.20) χερσίν τἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ' ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. . ὅσ ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (Reiske: ἀγλαόχθων codd.). fr. 220. 2. ]σ' ἀγλαὸν μέλος[ ?fr. 333a. 13. τερφθὲν ἱαροῖς[ ]αματ' ἀγλαοῖς ?fr. 338. 7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Morfología: [-ός, -όν Thgn.985, E.Andr.135; eol. ἄγλ- Theoc.28.3]
I 1de cosas magnífico ὕδωρ Il.2.307, 21.345, μηρία Hes.Op.337, ἀγλαὰ ταύρων ἱρά A.R.1.417, χρυσός Lyr.Adesp.70.1, μελισσέων ἀγλαὰ φῦλα Hes.Fr.33a.16
esp. de vegetación frondoso, lujuriante ἄλσος Il.2.506, Od.6.291, δάφνης ἀγλαὸν ὄζον h.Merc.109, βότρυς Simon.125.8D., πίσεα γαίης Call.Fr.363
espléndido, precioso, rico δῶρα Il.1.213, h.Ven.140
de las preciosas labores de las mujeres y Atenea ἱστόν Od.2.109, ἔργα Od.10.223, h.Ven.11, 15
τέμενος Διός Simon.2, Νηρηίδος ἀγλαὸν ἕδραν E.Andr.135, τύμβος Pi.N.4.20, κόσμος Anacr.198.1.
2 de abstr. ilustre, glorioso, que da honor, triunfal εὖχος Il.7.203, Hes.Th.628, ἀ. οἶμος ἀοιδῆς h.Merc.451, ἀέθλων Pi.P.5.52, νῖκαι B.12.36, Pi.N.11.20, τιμῆέν τε ... καὶ ... ἀγλαὸν ἀνδρὶ μάχεσθαι γῆς πέρι Callin.1.6.
II 1hermoso, espléndido de dioses y los hijos de éstos, siempre c. υἱός, τέκνα Od.11.249, 4.188, h.Cer.26, Hes.Th.366, 644, Sol.1.1, Διὸς ἀγλαō ISic.MG 4.64 (Metaponto VI a.C.), de Hermes CEG 304 (Ática VI a.C.).
2 ilustre, noble, heroico de pers. τέκνα Il.2.871, υἱός Od.4.21, ἥρως Hes.Sc.37, κοῦροι B.17.2
c. dat. κέρᾳ ἀγλαέ famoso por tu cabellera (irón.) Il.11.385
de lugares Πανελλάς Pi.Fr.52f.62, Θήβας S.OT 152, ἄστυ A.R.1.696, πόλις Theoc.28.3; cf. ἀγλάϊος.
III esplendoroso, luminoso ἄστρον Arat.415, cf. 906, θεώρημα ... ἀγλαὸν καὶ χαρίεν Plot.3.8.4, fig. hε̄́βɛ̄ IG 13.1162.45 (V a.C.).
IV adv. -ῶς en el lujo, en la abundancia ἀ. ἔθρεψέ με Ar.Lys.640.
• Etimología: De *gelH3-, en grado ø/ø *gl̥H3- > γλᾰϝ- c. prótesis vocálica: con otros vocalismos, cf. arm. cicałim ‘reír’, arm. gen. galu ‘risa’, gr. γέλως, γέλας, ἀγάλλω, etc.

Greek Monotonic

ἀγλαός: -ή, -όν και -ός, -όν,
I. περίφημος, γυαλιστερός, λαμπερός, όμορφος, σε Όμηρ., Ησίοδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ωραίος ή φημισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. πράγμ., ξακουστός, περίφημος, γνωστός για κάτι, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγλαός: и
1) блистающий, сияющий, сверкающий (ὕδωρ Hom.; θεᾶς ἕδρα Eur.);
2) блистательный, великолепный, пышный, роскошный (γυῖα, δῶρα, ἔργα, ἄποινα, ἄλσος, εὖχος Hom.; μηρία Hes.; γέρας, τύμβος, πλόκαμοι νῖκαι Pind.; Θῆβαι Soph.);
3) прекрасный, славный (υἱός Hom.; ἀνήρ, παῖδες Pind.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: splendid, beautiful, famous (Il.; υἱός). (The Cretan and Cyprian gloss ἀγλαόν γλαφυρόν is acc. to Leumann Hom. Wörter 272 A. 18 due to misunderstanding of Homeric uses.)
Derivatives: ἀγλαΐα splendour, beauty (Il.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Prob. from *ἀγλαϜός. Connected with γαλήνη, ἀγάλλομαι (Szemerényi, Syncope 155), or to ἀγανός, ἀγαυός. All very difficult and rather improbable.

Middle Liddell


I. splendid, shining, bright, beautiful, Hom., Hes.
II. of men, either beautiful or famous, Il.; c. dat. rei, famous for a thing, Il.

Frisk Etymology German

ἀγλαός: {aglaós}
Meaning: formelhaftes Epithet, fast ausschließlich episch und lyrisch, etwa glänzend, herrlich, stattlich od. ä. (Die kretische und kyprische Glosse ἀγλαόν· γλαφυρόν ist nach Leumann Hom. Wörter 272 A. 18 durch Mißverständnis einiger Homerstellen entstanden).
Derivative: Nominale Ableitung ἀγλαΐα Pracht, Glanz (Il. usw., auch PN; zur Bed. vgl. Porzig Satzinhalte 208f.), denom. Verb ἀγλαΐζω schmücken, gew. Med. glänzen, sich ergötzen. Wohl als *ἀγλαϝός zu verstehen.
Etymology : Wird gewöhnlich zu γαλήνη usw. gezogen; näheres bei Bechtel Lex., Winter Prothet. Vokal 14. Vgl. ἀγανός, ἀγαυός.
Page 1,12