μελαίνω

Revision as of 19:50, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")

English (LSJ)

(Act. not in Hom. or Hes.), aor. 1 inf. A μελᾶναι Arist. Mete.371a23:—Pass., pf. μεμέλαμμαι Antyll. ap. Orib.10.36.1: aor. ἐμελάνθην S.Aj.919; Ep. 3pl. μελάνθησαν Hes.Sc.300: (μέλας):— blacken, make black, Arist. l. c., Pr.966b22, Nic.Al.472: metaph., μ. φράσιν use an obscure expression, Ath.10.451c; μ. τὸ σαφές D.H. Pomp.2:—Pass., μελαίνετο δὲ χρόα καλόν she had her fair skin stained black (i.e. with blood), Il.5.354; μελανθὲν αἷμα S. l. c., cf. Gal.18(1).33; of earth just turned up, ἡ δὲ μελαίνετ' ὄπισθεν Il.18.548; of ripening grapes, Hes. l. c.; of a newly-bearded chin, ib.167; αἱ λευκαὶ τρίχες ἐμελαίνοντο Pl.Plt.270e; of hair, to be dyed black, Ar.Ec.736; μεμελαμμένοι ὀδόντες Antyll.l.c. 2 Medic., cause μελασμός (q.v.), Hp.Aph.5.20:—Pass., turn black, as a symptom of mortification, Id.Art.69, Fract.11. 3 metaph., blacken, misrepresent, Simp. in Cael.290.24. 4 Pass., receive an impression of blackness, S.E.M. 7.293. II intr., = Pass., grow black, Pl.Ti.83a, Thphr.Ign.50, AP5.123 (Phld.), Plu.2.517c.

German (Pape)

[Seite 118] schwarz machen, schwärzen (vgl. μελανέω), übertr., φράσιν, einen dunklen Ausdruck brauchen, neben πολλὰ αἰνιγματῶδες ἐκφέρει, Ath. X, 451 c u. a. Gramm. – Häufiger im pass. schwarz werden; vom Blute, μελαίνετο δὲ χρόα καλόν Il. 5, 354, vgl. μελανθὲν αἷμα Soph. Ai. 902; von der beim Pflügen aufgerissenen Erde, Il. 18, 548; vom Kinne, das durch den wachsenden Bart dunkler gefärbt wird, Hes. Sc. 167; von dem Dunklerwerden der reisenden Trauben, ibd. 300; übertr., Philodem. 15 (V, 124).

French (Bailly abrégé)

f. μελανῶ;
Pass. ao. ἐμελάνθην, pf. μεμέλασμαι;
rendre noir, noircir ; Pass. devenir ou être noir;
Moy. μελαίνομαι se noircir (les cheveux, etc.).
Étymologie: μέλας.

Russian (Dvoretsky)

μελαίνω:
1 окрашивать в черный цвет, делать темным (τὸ νέφος Arst.); med.-pass. чернеть, темнеть (μελαίνετο χρόα καλόν Hom.; μελανθὲν αἷμα Soph.);
2 окрашиваться в черный цвет, чернеть, темнеть Plat., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μελαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ· παθ. πρκμ. μεμέλασμαι, ἀόρ. ἐμελάνθην· (μέλας). Ποιῶ τι μέλαν, «μαυρίζω», Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 10, Προβλ. 38, 1, Νικ. Ἀλ. 472· μεταφ., μελαίνω τὴν φράσιν, καθιστῶ αὐτὴν σκοτεινήν, Ἀθήν. 451C, πρβλ. Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 2· - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ παθ. τύπῳ, ἐπὶ τῆς κηλῖδος τοῦ αἵματος, μελαίνετο δὲ χρόα καλὸν Ἰλ. Ε. 354· ὡσαύτως ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ αἵματος, μελανθὲν αἷμα Σοφ. Αἴ. 919· ἐπὶ ἄρτι ἀνεσκαμμένης γῆς, ἡ δὲ μελαίνετ’ ὄπισθεν Ἰλ. Σ. 548· ἐπὶ ὡριμαζομένων σταφυλῶν, αὐτόθι 167· αἱ λευκαὶ τρίχες μελαίνονται Πλάτ. Πολιτ. 270Ε· ἐπὶ τριχῶν ὡσαύτως, βάπτομαι μὲ μέλαν χρῶμα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 376· - τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται παρ’ Ὁμ. ἢ παρ’ Ἡσιόδῳ· πρβλ. μελάνω. 2) παρ’ Ἰατρ., προξενῶ μελασμὸν (ὃ ἴδε), Ἱππ. Ἀφ. 1252. - Παθ., γίνομαι, μέλας, «μαυρίζω», ὡς σημεῖον νεκρώσεως, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 832. ΙΙ. ἀμεταβ. = τῷ παθ., γίνομαι μέλας, Πλάτ. Τίμ. 83Α, Ἀνθ. Π. 5. 124, κτλ.

English (Autenrieth)

(μέλᾶς): only mid., become dark, grow dark, of blood-stains, and of the glebe under the plough, Il. 5.354 and Il. 6.548.

Greek Monolingual

μελαίνω)
κάνω κάτι μαύρο, μαυρίζω, χρωματίζω μαύρο («τὰς ὀφρῡς μελαίνει», Πολυδ.)
αρχ.
1. (για κηλίδες αίματος) γίνομαι μαύρος, μαυρίζω
2. επιφέρω μελασμό, δηλαδή μελάνιασμα τών σαρκών του σώματος
3. μτφ. καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό («ἔσθ' ὅτε καὶ μελαίνει τὴν φράσιν καὶ πολλὰ αἰνιγματωδῶς ἐκφέρει», Αθήν.)
4. μτφ. αμαυρώνω την υπόληψη κάποιου, συκοφαντώ
5. παθ. μελαίνομαι
α) βάφομαι με μαύρο χρώμα («τῶν πρεσβυτέρων αἱ λευκότεραι τρίχες ἐμελαίνοντο», Πλάτ.)
β) δέχομαι μαυράδα, σκιερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελαν- με επένθεση του -j- < μέλας, -ανος].

Greek Monotonic

μελαίνω: (μέλας)· μέλ. -ανῶ — Παθ. παρακ. μεμέλασμαι, αόρ. αʹ ἐμελάνθην·
I. μαυρίζω — Παθ., μελαίνετο χρόα, δέρμα που είχε σημαδευτεί με μαύρους (από αίμα) λεκέδες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για γη (ξηρά) που εμφανίστηκε αιφνίδια, στο ίδ.· λέγεται για ώριμα σταφύλια, σε Ησίοδ.· λέγεται για πηγούνι που μόλις απέκτησε γένια, στον ίδ.
II. αμτβ., Παθ., γίνομαι μαύρος σταδιακά, σε Πλάτ., Ανθ.

Middle Liddell

μελαίνω, μέλας
I. to blacken: Pass., μελαίνετο χρόα he had his skin stained black (with blood), Il.; of earth just turned up, Il.; of ripening grapes, Hes.; of a newly-bearded chin, Hes.
II. intr., = Pass., to grow black, Plat., Anth.