σθεναρός

Revision as of 13:41, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

English (LSJ)

ά (Ion. ή), όν, poet. and Ion.Adj. strong, mighty, Ἄτη Il. 9.505; βραχίων E.El.389; σιδήρια Hp.Fract.31; intense, καρδιωγμός Id.Mul.2.126: Comp., ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν S.OT467. Adv. σθεναρῶς = violently, Phld.Sign.20; ἀπωθεῖν Ph.1.553.

German (Pape)

[Seite 876] stark, kräftig, mächtig; Ἄτη σθεναρή, Il. 9, 505; ἀελλάδων ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν, d. i. schneller, Soph. O. C. 468; βραχίων, Eur. El. 389; auch in sp. Prosa, λόγοι, S. Emp. adv. log. 2, 160; σθεναρῶς συνάγειν, adv. phys. 1, 437.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fort, puissant;
Cp. σθεναρώτερος.
Étymologie: σθένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σθενᾰρός -ά -όν [σθένος] krachtig, sterk.

Russian (Dvoretsky)

σθενᾰρός: сильный, могучий (Ἄτη Hom.; βραχίων Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

σθενᾰρός: -ά, -όν, ποιητ. ἐπίθετ., ἰσχυρός, κρατερός, δυνατός, Ἄτη Ἰλ. Ι. 505· βραχίων Εὐρ. Ἠλ. 389· σιδήρια Ἱππ. Ἀγμ. 773. ― Συγκρ., σθεναρώτερον ἵππων φυγᾷ πόδα νωμῶν Σοφ. Ο. Τ. 467.

English (Autenrieth)

(σθένος): strong, Il. 9.505†.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σθεναρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α
γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ
γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ.
δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος, θαρραλέος (α. «σθεναρή στάση» β. «σθεναρή αντίσταση»)
2. το αρσ. ως ουσ. σθεναρός
(λογ.) μνημονική λέξη, αντίστοιχη της λατινικής felapton, του δεύτερου τρόπου του τριτόσχημου κατηγορικού συλλογισμού, κατά τον οποίο η μείζων πρόταση είναι καθολικά αποφατική, η ελάσσων καθολικά καταφατική και το συμπέρασμα επιμέρους αποφατικό, λ.χ.: κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να εγκαταλείψει ο ίδιος τον εαυτό του
κάθε άνθρωπος είναι εχθρός του εαυτού του
άρα, υπάρχουν μερικοί εχθροί τους οποίους δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε
αρχ.
βίαιος, σφοδρός («σθεναρὸς καρδιωγμός», Ιπποκρ.).
επίρρ...
σθεναρώς / σθεναρῶς ΝΑ, και σθεναρά Ν
νεοελλ.
με σθένος, με θάρρος και δύναμη
αρχ.
βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σθένος + επίθημα -αρός κατά τα βριαρός, στιβαρός.

Greek Monotonic

σθενᾰρός: -ά, -όν, δυνατός, ισχυρός, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· συγκρ. σθεναρώτερος, σε Σοφ.

Middle Liddell

σθενᾰρός, ή, όν
strong, mighty, Il., Eur.:—comp. σθεναρώτερος Soph. [from σθένος

English (Woodhouse)

strong, physically strong

Mantoulidis Etymological

(=δυνατός). Ἀπό τό σθένος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.