ἀπόβασις

Revision as of 10:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀποβαίνω) A stepping off, disembarking, ἀπὸ τῶν νεῶν ἐς τὴν Λοκρίδα ἀποβάσεις ποιησάμενοι Th.3.103, cf.115; ἡ ναντικὴ ἐπ' ἄλλους ἀπόβασις landing from ships in the face of an enemy, Id.4.10: abs., ποιεῖσθαι ἀπόβασιν = disembark, land, Id.2.26; ἀπόβασιν ἐστι a landing is possible, Id.4.13, cf. 6.75; οὐκ ἔχει ἀπόβασιν does not admit of landing, or has no landing-place, Id.4.8; ἐν ἀποβάσει τῆς γῆς = ἀποβάντες ἐς τὴν γῆν, Id.1.108. 2 in Plb.8.4.4 ἐξ ἀποβάσεως ἰσοϋψὴς τῷ τείχει, of a ladder, equal in height to the wall, when planted at the proper distance from its foot, cf. Id.9.19.7. II way of escape, Plu.Sol.14. III result, issue, τῶν εἰρημένων Aret.SA2.4, Luc.Hes.6(pl.), Artem.4.83; of prophecies, Phld.D.1.25; success in a race (prob.), Tab. Defix.Aud.234.59 (Carthage, i A.D.), al. IV = ἀγὼν ἀποβατικός, IG7.4254 (Oropus, iv B.C.). V numerical sequence, Theol.Ar. 60.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Morfología: [tb. ὁ TDA 234.59 (Cartago I d.C.)]
I 1en rel. c. naves desembarco esp. ἀπόβασιν ποιεῖσθαι desembarcar Th.2.26, 2.33, ἀπὸ τῶν νεῶν ... ἐς τὴν Λοκρίδα ἀποβάσεις ποιησάμενοι Th.3.103, ἐκ τῶν νεῶν Th.3.115, cf. Plb.3.76.2, Aen.Tact.16.21, PCair.Zen.811.5 (III a.C.), D.C.48.46.4, ἐπισταμένους ἐμπειρίᾳ τὴν ναυτικὴν ἐπ' ἄλλους ἀπόβασιν conociendo por experiencia lo que es un desembarco frente al enemigo Th.4.10, εἰς τὴν πολεμίαν Th.1.26, cf. Aen.Tact.8.2, ἀποβάσεως ... οὔσης siendo posible el desembarco Th.4.13, cf. 56, 6.75, βιάζεσθαι τὴν ἀπόβασιν forzar el desembarco Th.4.9, τοὺς μὲν ἄλλους ... ἐκώλυσαν τῆς ἀποβάσεως a los otros ... les impidieron el desembarco Plb.33.9.3, ἀπόβασιν οὐκ ἔχουσαν no teniendo (el continente) punto donde desembarcar Th.4.8
c. gen. ἐν ἀποβάσει τῆς γῆς al poner pie en tierra Th.1.108.
2 acción de desmontar y competir en carrera a pie como juego atlético τοῦ ἀγῶνος τοῦ γυμνικοῦ καὶ ἱππικοῦ τῆς ἀποβάσεως IG 7.4254.19 (Oropo IV a.C.), cf. 417.66 (Oropo I a.C.), TDA 234.59 (Cartago I d.C.); v. ἀποβάτης.
3 retirada, salida, vía de una situación καλὸν μὲν εἶναι τὴν τυραννίδα χωρίον οὐκ ἔχειν δ' ἀπόβασιν (decía Solón que) la tiranía es una buena posición militar, pero no tiene retirada Plu.Sol.14, πρὸς τὸν τῆς τύχης πεταυρισμὸν ἀ. ζητεῖ busca una salida ante los vuelcos de la fortuna Plu.2.498c, de un ejército, Plu.Nic.22
retirada, descenso del nivel del agua Peripl.M.Rubri 63, ἀ. τοῦ ὑγροῦ PMag.13.409, cf. PLond.1346.10 (VIII d.C.).
II fig.
1 de palabras resultado, cumplimiento τῶν εἰρημένων Aret.SA 2.4.4, Luc.Hes.6, Artem.4.83, de profecías, Phld.D.1.25.
2 de números serie, sucesión, Theol.Arith.60.
III distancia ὥστ' ἐξ ἀποβάσεως ἰσοϋψῆ γενέσθαι τῷ τείχει de modo que a (cierta) distancia era de altura igual a la muralla Plb.8.4.4, cf. 9.19.7, IG 11(2).161A.115 (Delos III a.C.).

German (Pape)

[Seite 297] ἡ, 1) das Herabsteigen, bes. aus dem Schiffe, Landung, γῆς Thuc. 1, 108; ἐς γῆν ἀπόβασιν ποιεῖσθαι 2, 33; 8, 24; Pol. 1, 29 u. öfter; ἐπί τινα, feindliche Landung, Thuc. 4, 10; ἀπόβ. ἐστι, man kann landen, 4, 3; τῶν βαρβάρων Isocr. 4, 87. – 2) der Abzug, Plut. Nic. 22. – 3) der Ausgang, Plut. Sol. 14 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. action de sortir :
1 descente;
2 débarquement, lieu de débarquement;
II. sortie, issue;
III. résultat, suite.
Étymologie: ἀποβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόβᾰσις: εως ἡ тж. pl.
1 высадка, выгрузка (τῆς γῆς и ἐς γῆν Thuc.; τῆς χώρας Plut.; ἀπὸ τῶν ωεῶν ἐς τὴν Λοκρίδα Thuc.): ᾖ ἀποβάσεις ἦσαν Thuc. там, где можно было высадиться; ἡ ναυτικὴ ἐπί τινα ἀ. Thuc. морской десант против кого-л.;
2 выход, исход (οὐκ ἄχειν ἀπόβασιν Plut.);
3 нижняя часть, основание (sc. τῆς κλίμακος Polyb.);
4 отход, отступление Plut.;
5 последствие, результат Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόβασις: -εως, ἡ, (ἀποβαίνω) ἀπόβασις ὡς καὶ νῦν, ἔξοδος ἀπὸ τοῦ πλοίου, ἀπὸ τῶν νεῶν ἑς τόπον Θουκ. 3. 103, κτλ.· Ἀθηναίους ὄντας καὶ ἐπισταμένους ἐμπειρίᾳ τὴν ναυτικὴν ἐπ’ ἄλλους ἀπόβασιν, «Ἀθηναῖοι ὄντες καὶ εἰδότες σαφῶς ἐκ πείρας πόσας δυσκολίας ἔχει μία ἀπόβασις ναυτικὴ κατὰ τῶν πολεμίων» (Δούκας), ὁ αὐτ. 4. 10· ἀπολ., ποιεῖσθαι ἀπόβασιν, ἀποβαίνειν, ἐξέρχεσθαι εἰς τὴν ξηράν, Θουκ. 2. 26· εἰς τόπον ὁ αὐτ. 3. 115· ἀπ. ἐστι, ὑπάρχει ἐπόβασις, ὑπάρχει μέρος ν’ ἀποβῇ τις, ὁ αὐτ. 4.13., 6. 75· οὐκ ἔχει ἀπόβασιν, δὲν ἔχει μέρος ν’ ἀποβῇ τις, δὲν δύναταί τις νὰ κάμῃ ἀπόβασιν, ὁ αὐτ. 3. 8· ἐν ἀποβάσει τῆς γῆς = ἀποβάντες εἰς τῆν γῆν, ὁ αὐτ. 1. 108· πανταχῇ ἧ ἀποβάσεις ἦσαν, μέρη κατάλληλα πρὸς ἀπόβασιν, ὁ αὐτ. 6. 75. 2) τὸ παρὰ Πολύβ. 8. 6, 4 κλίμακα… ὥστε ἐξ ἀποβάσεως ἴσοϋψῆ γενέσθαι τῷ τείχει, σημαίνει ὁτι ἡ κλῖμαξ πρέπει νὰ γείνῃ ἴση πρὸς τὸ ὕψος τοῦ τείχους τοποθετουμένη εἰς ἐνάλογον ἀπόστασιν ἐκ τῆς βάσεως αὐτοῦ, δηλ. (ὥς φαίνεται ἐκ τοῦ 9. 19, 6) περίπου κατὰ τὸ ἓν ἕκτον μακροτέρα τοῦ ὕψους τοῦ τείχους. ΙΙ. ὅδὸς πρὸς ἀναχώρησιν, διέξοδος, διαφυγή, Πλουτ. Σόλων 14. ΙΙΙ. ἔκβασις, ἀποτέλεσμα, τελείωσις, τῶν εἰρημένων Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 4, Λουκ. Διάλεξ. πρὸς Ἡσ. 6.

Greek Monotonic

ἀπόβᾰσις: -εως, ἡ (ἀποβαίνω
I. 1. αποβίβαση, έξοδος από το πλοίο στη στεριά, ἀπὸ τῶν νεῶν, σε Θουκ.· ἡ ναυτικὴ ἐπ' ἄλλους ἀπόβασις, αποβίβαση των δυνάμεων του ναυτικού εναντίον του εχθρού, στον ίδ.· απόλ., ποιεῖσθαι ἀπόβασιν, αποβιβάζομαι από το πλοίο, προσεδαφίζομαι, στον ίδ.
2. προσεδάφιση, τόπος προσεδάφισης· οὐκ ἔχει ἀπόβασιν, δεν είναι δυνατόν να γίνει αποβίβαση, ή δεν υπάρχει κατάλληλο σημείο προσεδάφισης, στον ίδ.· πληθ., στον ίδ.
II. οδός διαφυγής ή διέξοδος, δραπέτευση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀποβαίνω
I. a stepping off, disembarking, ἀπὸ τῶν νεῶν Thuc.; ἡ ναυτικὴ ἐπ' ἄλλους ἀπόβασις landing from ships in the face of an enemy, Thuc.; absol., ποιεῖσθαι ἀπόβασιν to disembark, land, Thuc.
2. a landing, landing-place, οὐκ ἔχει ἀπόβασιν does not admit of landing, or has no landing-place, Thuc.; pl., Thuc.
II. a way off, escape, Plut.

English (Woodhouse)

disembarkation, landing