ἄλειφαρ

Revision as of 12:04, 3 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " • Diccionario Micénico: " to "<br /><b class="num">• Diccionario Micénico:</b> ")

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀλείφω) A unguent, anointing oil, oil, fat, used in funeral sacrifices, Il.23.170, Od.3.408, etc.; ἄλειφαρ ἀπὸ κέδρου, ἀπὸ σιλλικυπρίων, oil of cedar, etc., Hdt.2.87,94; ἄ. ῥόδινον Hp.Mul.1.74. II pitch or resin, to seal wine-jars, Theoc.7.147.—Cf. foreg.

Spanish (DGE)

-ατος, τό
• Alolema(s): ἄλειφα Hippon.60, A.A.322, Call.Fr.7.12, Milet 1(3).133.34 (V a.C.)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 aceite, ungüento, óleo para ungir a los muertos πλῆσαν ἀλείφατος ἐννεώροιο Il.18.351, καθήραντες χρόα καλὸν ... ἀλείφατι Od.24.45, cf. 24.67
en ofrendas funerarias Il.23.170
c. indicación de la procedencia ἄλειφα ῥόδινον Hippon.l.c., Hp.Mul.1.74, ἀπὸ κέδρου Hdt.2.87, ἀπὸ σιλλικυπρίων Hdt.2.94
grasa en ungüentos para fricciones, Hp.Steril.221
óleos, aceite en general SIG 57.34 (Mileto VI/V a.C.), A.A.322, Call.Fr.7.12, Theoc.18.45, Q.S.14.265, Nonn.D.5.258, 14.175, para abrillantar mármol λευκοὶ (λίθοι) ἀποστίλβοντες ἀλείφατος Od.3.408
aceite perfumado ἄ. εὐῶδες Hp.Steril.221.
2 sebo, grasa animal λευκὸν ἄ. Hes.Th.553, χηνὸς ἄ. Hp.Mul.1.34.
3 resina o pez para fijar la tapa de las vasijas de vino, Theoc.7.147.
• Diccionario Micénico: a-re-<pa>.
• Etimología: v. ἀλείφω.

German (Pape)

[Seite 92] ατος, τό (acc. nur Theocr. a. a. O. u. Hes. l. d.), Salböl, Hom. sechsmal, ἀλείφατι Od. 24, 45. 67. 73; ἀλείφατος ἀμφιφορῆας Iliad. 23, 170, ἀλείφατος ἐννεώροιο 18, 351; Od. 3, 408 λίθοι ξεστοί, λευκοί, ἀποστίλβοντες ἀλείφατος, Scholl. λείπει τὸ ὡς· ἔστι γὰρ ὡς ἐλαίου; der gen. bestimmt den Begriff ἀποστίλβειν genauer, ἀποστίλβειν ἀλείφατος, Oelglanz haben; – τοῦἀπὸ κέδρου γινομένου ἀλείφατος Her. 2, 87; 2, 94; – Fett, Hes. Th. 553 u. Sp.; – Theocr. 7, 147 Pech zum Verkleben der Weinkrüge.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 huile pour onction;
2 graisse.
Étymologie: ἀλείφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄλειφαρ en ἄλειφα -ατος, τό ἀλείφω
1. smeersel, zalf, olie.
2. pek of hars (als zegel om een vat mee dicht te maken):. ἀπελύετο... ἄλειφαρ het zegel werd verbroken Theocr. 7.147.

Russian (Dvoretsky)

ἄλειφαρ: ατος (ᾰλ) τό
1 мазь; елей, масло Hom.: τὸ ἀπὸ κέδρου γινόμενον ἄ. Her. кедровое масло;
2 смола, мастика, замазка (πίθων ἄ. Theocr.);
3 жир Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλειφαρ: -ατος, τό, (ἀλείφω) μύρον, ἔλαιον πρὸς ἀλοιφήν, ἔλαιον, λίπος, χρησιμεῦον εἰς ἐπικηδείους θυσίας, Ἰλ. Ψ. 170, Ὀδ. Γ. 408, κτλ., ἄλειφαρ ἀπὸ κέδρου, ἀπὸ σιλλικυπρίων, ἔλαιον ἐκ κέδρου, κτλ., Ἡρόδ. 2. 87, 94. II. καθόλου, πᾶν χρησιμεῦον πρὸς ἐπίχρισιν, ἐντεῦθεν παρὰ Θεοκρ. 7. 147· πίσσαῥητίνη πρὸς σφράγισιν οἰνοδόχων ἀγγείων, πρβλ. προηγ.

English (Autenrieth)

ατος (ἀλείφω): ointment, fat or oil; for anointing the dead before cremation, and in Od. 3.408 for polishing marble, ‘glistening with oil.’

Greek Monolingual

ἄλειφαρ (-ατος), το (Α) ἀλείφω
η λ. ήδη μυκην. 1. μύρο, αρωματισμένο λάδι για επάλειψη ή το λίπος που χρησιμοποιείται ιδίως στις επικήδειες προσφορές
2. πίσσα, ρετσίνι ή άλλη κολλώδης ουσία, που χρησιμοποιούνταν για τη σφράγιση τών οινοδόχων αγγείων (Μυκην. a-re-pa).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω
πρβλ. και παράλληλο τ. ἄλειφα. Η διαφορά στην κατάληξη τών δυο τ. ερμηνεύεται ως εξής: η λ. ἄλειφα ανάγεται σε αρχικό τ. με n(> α), ενώ η λ. ἄλειφαρ σε αρχικό τ. με r > -αρ).
ΠΑΡ. αρχ. ἀλειφατίτης.

Greek Monotonic

ἄλειφαρ: -ατος, τό (ἀλείφω),
I. λάδι για επάλειψη, αλοιφή, λάδι, σε Όμηρ.
II. γενικά, οτιδήποτε χρησιμεύει για επίχριση, για σφράγισμα αγγείων κρασιού, πίσσα ή ρητίνη, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἀλείφω
I. anointing-oil, unguent, oil, Hom.
II. generally, anything used for smearing, pitch or resin, to seal wine-jars, Hes., Aesch., Theocr., etc.